Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΠρΑθ.2667 /2020 παράνομη σύλληψη,φυλάκιση,αποζημίωση,ευθύνη δικαστικών λειτουργών.

 



Αριθμός απόφασης 2667 /2020

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


 Τμήμα 8o Τριμελές 


σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2018, με δικαστές τους Ιωάννη Κωτσιάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ιωάννα-Αικατερίνη Ταλιαδούρη (εισηγήτρια) και Ελένη Βασιλοπούλου, Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα τη Βασιλική Τσολάκη, δικαστική υπάλληλο,



1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημα αυτής μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και περιορίσθηκε ως προς το αιτηθέν ποσό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την παρούσα δικάσιμο (βλ. τα πρακτικά της οικείας δημόσιας συνεδρίασης), που επαναλήφθηκε με το υπόμνημα, ο ενάγων ζητεί παραδεκτώς να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ. - Π.Δ. 456/1984 Α΄164) σε συνδυασμό με τα άρθρα 932 και 59 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τη σύλληψη και κράτησή του στο Τμήμα Ασφαλείας Πετρούπολης Αττικής, λόγω συνωνυμίας του με διωκόμενο πρόσωπο, εξαιτίας παρανόμων, κατά τους ισχυρισμούς του, πράξεων και παραλείψεων αστυνομικών και δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και εισαγγελικών λειτουργών. 


2. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ. - Π.Δ. 456/1984 Α΄164), ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του δημοσίου συμφέροντος (…)». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθείσας σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας (ΣτΕ 1776/2019, 1963/2018 επταμ., 1634/2017, 707/2016, 4010/2015, 3040/2014, 3766/2013 κ.ά.). Οι ως άνω προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (ΣτΕ 1957/2018, 2511, 1320/2017, 1613, 473/2016, 2668/2015, 1826/2014, 237/2011 επταμ. κ.ά.). Στην τελευταία περίπτωση, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, τα δικαστήρια της ουσίας δύνανται, μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσουν στον ζημιωθέντα εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Α.Κ. (ΣτΕ 1210/2019, 717/2018, 3292/2017, 3539/2015, 1190, 2202/2014, 1782/2013 κ.ά.), αλλά και σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 του Α.Κ., εφόσον η προσωπικότητά του έχει προσβληθεί από παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά τους (ΣτΕ 410/2016, 300/2010, 1970, 1329/2009, 2536/2008, 2891/1999 επταμ., 4913/1998).


3. Επειδή, περαιτέρω, η ως άνω διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης, έχει ευθεία εφαρμογή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσης οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας διότι, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό, δεν είναι συμβατή με τη φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Ενόψει της φύσης του δικαστικού έργου, μόνον πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφόσον δε το Σύνταγμα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ.5 αυτού, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο δε πρόδηλος χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσης του οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 1330, 1047/2016, 48/2016 επταμ., 1501/2014 Ολομ.). 


4. Επειδή, ακόμη, στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ. - Π.Δ. 456/1984 Α΄64), το οποίο έχει εφαρμογή επί αποζημίωσης από οποιαδήποτε αιτία και αν αυτή προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.ΑΚ, ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε, παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. (…)».


5. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ.3 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος. Εξάλλου, ο Ν.2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄41), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει, στο άρθρο 8 ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. ... 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. ... η. Την αναζήτηση και σύλληψη των διωκόμενων προσώπων. 6. ... 8. Η έκταση των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας που εμπίπτουν στα κατά τις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού θέματα της αποστολής της, προσδιορίζεται από τις ισχύουσες κάθε φορά για τα θέματα αυτά διατάξεις». Στις διατάξεις, που προσδιορίζουν τις κατά τα ανωτέρω αρμοδιότητες της Ελληνικής Αστυνομίας, περιλαμβάνεται και το Π.Δ. 141/1991 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών» (Α΄58), το οποίο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 74 ότι: «1. Αποστολή του αστυνομικού σκοπού είναι η επαγρύπνηση για κάθε θέμα που ενδιαφέρει την αστυνομία. Είναι το κυριότερο όργανο με το οποίο η οικεία Υπηρεσία ενημερώνεται για κάθε αντικείμενο της αρμοδιότητάς της. 2. …15. Ο αστυνομικός σκοπός, ως προς την τήρηση της τάξης και ασφάλειας έχει τα ακόλουθα, κυρίως, καθήκοντα: α. Αγρυπνεί για την πρόληψη κάθε εγκλήματος και σε περίπτωση διάπραξής του μεριμνά για τη σύλληψη και προσαγωγή των δραστών στο αστυνομικό κατάστημα ή το αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον αυτό είναι δυνατό και επιτρέπεται από το Νόμο. (…). β. .. θ. Οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περισσοτέρων και της συμπεριφοράς του δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως μην παραμένουν σε αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν. ι. … 17. …», στο άρθρο 107 ότι: «1. Η σύλληψη, με την οποία ο πολίτης στερείται του συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων. α. … β. Αν πρόκειται για πρόσωπο που καταδιώκεται νόμιμα. 2. … 3. Σε αυτούς που συλλαμβάνονται βάσει καταδιωκτικού εγγράφου, πρέπει κατά τη στιγμή της σύλληψης να κοινοποιείται το καταδιωκτικό έγγραφο βάσει του οποίου γίνεται η σύλληψη. Ως κοινοποίηση θεωρείται και η επίδειξη στο συλλαμβανόμενο του σχετικού μέρους του Δελτίου Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ή της Ειδικής Εγκυκλίου Αναζητήσεως. Στα έγγραφα αυτά πρέπει να μνημονεύονται τα στοιχεία ταυτότητας του καταδιωκόμενου, ο αριθμός και η χρονολογία του βουλεύματος ή εντάλματος σύλληψης, ο ανακριτής που το εξέδωσε και η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε ή τα αντίστοιχα στοιχεία των λοιπών καταδιωκτικών εγγράφων βάσει των οποίων γίνεται η σύλληψη και ακόμη να υπάρχει στο τέλος τυπωμένη η υπογραφή και η σφραγίδα του διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών», στο άρθρο 108 ότι: «1. Η σύλληψη διωκόμενων προσώπων, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, ενεργείται οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύκτας (…)», στο άρθρο 119 ότι: «Κατά τη σύλληψη πρέπει να τηρούνται πιστά οι επόμενοι κανόνες: α. Εξακριβώνεται η ταυτότητα του προσώπου που συλλαμβάνεται. β. Αν η σύλληψη γίνεται βάσει καταδιωκτικού εγγράφου, κοινοποιείται στο συλλαμβανόμενο, κατά τη στιγμή της σύλληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 107 του παρόντος. γ. ...», στο άρθρο 120 ότι: «1. Οι αστυνομικοί κατά τη σύλληψη, πρέπει να ενεργούν με σύνεση και σταθερότητα, να τηρούν άψογη συμπεριφορά και να αποφεύγουν κάθε ενέργεια που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλει την αξιοπρέπειά του. 2. ...», στο άρθρο 122 ότι: «1. Τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται αποστέλλονται ως εξής: α... δ.Οι λοιποί καταδιωκόμενοι, στην αρχή ή το δικαστήριο που ζήτησε τη σύλληψή τους. 2. ...» και στο άρθρο 123 ότι: «1. Η αναζήτηση και σύλληψη των καταδιωκομένων προσώπων αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας. 2. Καταδιωκόμενοι θεωρούνται τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων εκκρεμεί έγγραφο αρμόδιας αρχής, με το οποίο ζητείται νόμιμα η σύλληψή τους. Τέτοια έγγραφα είναι τα εξής: α. ... γ. Εκτελεστή καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου, με την οποία επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας ή εισαγωγή σε θεραπευτικό κατάστημα (...). δ. … 3. Τα καταδιωκτικά έγγραφα της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου διαβιβάζονται από τις αρμόδιες αρχές στη Διεύθυνση Ασφάλειας ή Αστυνομική Διεύθυνση του τόπου κατοικίας των καταδιωκομένων για εκτέλεση. 4. Οι Διευθύνσεις Ασφαλείας ή Αστυνομικές Διευθύνσεις καταχωρούν τα καταδιωκτικά έγγραφα της παραγράφου 2 του παρόντος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και τα διαβιβάζουν στα αρμόδια Τμήματα Ασφάλειας ή Αστυνομικά Τμήματα γενικής αρμοδιότητας για την εκτέλεση, αφού κρατήσουν αντίγραφα στους φακέλους τους για έλεγχο της έγκαιρης εκτέλεσής τους (...). 5. Οι διοικητές των Τμημάτων Ασφάλειας και των Αστυνομικών Τμημάτων γενικής αρμοδιότητας, μόλις λάβουν καταδιωκτικό έγγραφο, οφείλουν να δραστηριοποιήσουν το προσωπικό τους για την εκτέλεσή του και συμμετέχουν προσωπικά όταν πρόκειται για σοβαρή περίπτωση ή επικίνδυνο καταδιωκόμενο. (...). 6. Αν μέσα σε δύο μήνες δεν συλληφθεί ο καταδιωκόμενος και δε διαφαίνεται πιθανή η σύλληψή του μέσα σε σύντομο χρόνο επειδή είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει στο εξωτερικό ή κρύπτεται επιμελώς, η αρμόδια για την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου Υπηρεσία υποβάλλει στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών αγγελία αναζήτησης, με κυρωμένο αντίγραφο του καταδιωκτικού εγγράφου και ενημερώνει περί της αδυναμίας εκτελέσεως τη Διεύθυνση Aσφαλείας ή Αστυνομική Διεύθυνση από την οποία διαβιβάσθηκε το καταδιωκτικό έγγραφο, καθώς και την Αρχή που ζήτησε την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου. Η οικεία Διεύθυνση Ασφαλείας ή Αστυνομική Διεύθυνση, θέτει σχετική ένδειξη επί του καταχωρημένου στον ηλεκτρονικό υπολογιστή καταδιωκτικού εγγράφου για να περιληφθεί στο Δελτίο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων. Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών προβαίνει στην καταχώρηση του καταδιωκτικού εγγράφου στο Δελτίο Εγκληματολογικών αναζητήσεων και γνωστοποιεί τον αύξοντα αριθμό καταχώρησης στην αρμόδια για την εκτέλεση του εγγράφου Υπηρεσία. 7. ... 9. Για κάθε καταδιωκόμενο καταρτίζεται, από όλες τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες, ιδιαίτερος φάκελος που τηρείται εκκρεμής μέχρι να συλληφθεί ή να λήξει με οποιοδήποτε τρόπο η ισχύς του καταδιωκτικού εγγράφου. Επίσης καταχωρίζεται στο βιβλίο φυγοποίνων-φυγοδίκων, που ενημερώνεται για κάθε μεταβολή. 10. Όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας αναζητούν και συλλαμβάνουν, με τις νόμιμες διατυπώσεις, κάθε καταδιωκόμενο πρόσωπο, για το οποίο έχει εκδοθεί Ειδική Εγκύκλιος Αναζητήσεων ή φέρεται γραμμένο στο Δελτίο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ή το Γενικό Ονομαστικό Εγκληματολογικό Ευρετήριο των καταδιωκομένων. Για το λόγο αυτό οφείλουν να έχουν διαρκώς υπόψη τους τα έγγραφα αυτά για να αναζητούν τους καταδιωκομένους που περιλαμβάνουν. 11. Για τη συστηματική αναζήτηση και τον εντοπισμό των καταδιωκομένων τηρούνται στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών και ενημερώνονται απ' αυτή, το Γενικό Ονομαστικό Ευρετήριο και η μηχανογραφική εφαρμογή του Δελτίου Εγκληματολογικών Αναζητήσεων. Επίσης, με μέριμνα των Διευθύνσεων Ασφαλείας και Αστυνομικών Διευθύνσεων Χώρας, τηρείται και ενημερώνεται ενιαίο ηλεκτρονικό αρχείο για τα διωκτικά έγγραφα περιφερείας τους. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες για την τήρηση του ανωτέρω ευρετηρίου και των σχετικών μηχανογραφικών εφαρμογών, ο τρόπος κατάρτισης και ενημέρωσης αυτού και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια, καθορίζονται με κανονιστική Διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. 12. Από τα ενημερωμένα ευρετήρια της προηγούμενης παραγράφου αναζητούνται στοιχεία για κάθε άτομο που απασχολεί τις Υπηρεσίες για οποιοδήποτε λόγο ή είναι άγνωστο και κρίνεται ύποπτο, η ίδια έρευνα γίνεται για τους πελάτες των ξενοδοχείων και λοιπών καταλυμάτων, βάσει των δελτίων άφιξης που υποβάλλονται στις αστυνομικές αρχές. (...). 13. ... 15. Όταν, κατά την εκτέλεση καταδιωκτικών εγγράφων, υπάρχουν αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις για την ταυτότητα του συλληφθέντος ή την ισχύ του καταδιωκτικού εγγράφου, πρέπει να γίνεται προσεκτική έρευνα και επιβεβαίωση πριν αποφασισθεί η εκτέλεση του καταδιωκτικού».


6. Επειδή, επιπλέον, το Π.Δ. 254/2004 «Κώδικας δεοντολογίας του αστυνομικού» (Α΄238), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 28 παρ.1 του Ν.2800/2000, 53 παρ.1 του Ν.1481/1984 και 29Α του Ν.1558/1985 και ρυθμίζει την υπηρεσιακή συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων, ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Ο αστυνομικός: α. Υπηρετεί τον Ελληνικό Λαό και εκτελεί τα καθήκοντά του, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. β. Υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. γ. Ενεργεί πάντοτε με σκοπό την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων συμφερόντων των πολιτών. δ. Ενεργεί κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας των ατόμων», στο άρθρο 2 ότι: «Ο αστυνομικός: α. ... β.Εφαρμόζει τον νόμο με κοινωνική ευαισθησία και ουδέποτε υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται. (…) γ. ... στ.Ενεργεί για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση (…) και επιβάλλει μόνον τους κατά περίπτωση αναγκαίους και προβλεπόμενους από το νόμο περιορισμούς δικαιωμάτων. ζ. ...», στο άρθρο 3 ότι: «Ο αστυνομικός: α. Ενεργεί σύλληψη ατόμου όταν αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου. Κατά τη σύλληψη ενεργεί με σύνεση και σταθερότητα, τηρεί άψογη συμπεριφορά και αποφεύγει κάθε πράξη που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλει την αξιοπρέπειά του (...). β. Ενημερώνει αμέσως τον κρατούμενο για τον λόγο της σύλληψης και κράτησής του, για τις εναντίον του κατηγορίες, τα δικαιώματά του και για τη διαδικασία που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του. (...). γ ... ι. Προσάγει τον κρατούμενο το ταχύτερο και οπωσδήποτε εντός των νομίμων προθεσμιών ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής ή άλλης αρχής. ια. … ιγ. Καταχωρεί στα επίσημα βιβλία της Υπηρεσίας του κάθε σύλληψη και κράτηση ατόμου» και στο άρθρο 6 ότι: «Ο αστυνομικός: α. ... δ. Εκτελεί τις διαταγές των ανωτέρων του και ευθύνεται για τη μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεσή τους (…). ε. ...».


7. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι η σύλληψη, με την οποία ο πολίτης στερείται του συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων. Εξάλλου, η αναζήτηση και σύλληψη των προσώπων που διώκονται νομίμως, όπως είναι και οι διωκόμενοι δυνάμει εκτελεστής καταδικαστικής απόφασης δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας, αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας, που αποσκοπεί στην προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας και ευταξίας και στην απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών. Περαιτέρω, με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 123 του Π.Δ. 141/1991 καθιερώνεται ειδική διαδικασία αναζήτησης και σύλληψης των διωκόμενων ατόμων, την οποία οφείλουν να τηρούν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Ειδικότερα, κατά τη σύλληψη πρέπει να εξακριβώνεται η ταυτότητα του προσώπου που συλλαμβάνεται, εάν δε κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου, διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος φέρεται ως πρόσωπο διωκόμενο, πλην όμως υπάρχουν αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις για το εάν πράγματι πρόκειται για το άτομο που διώκεται και, δεδομένου ότι τούτο έχει ως συνέπεια την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου με τη σύλληψη του διωκομένου, τα αστυνομικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν σε προσεκτική έρευνα και επιβεβαίωση πριν αποφασίσουν την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των ενδεδειγμένων ενεργειών, υπό δεδομένες συνθήκες, για την αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης, ανήκει στη διακριτική εξουσία των αστυνομικών οργάνων, ελέγχεται δε μόνον ως προς την κακή χρήση της ή την κατάχρηση εξουσίας (ΣτΕ 950/2014, 322/2009, ΔΕφΑθ 3182, 3434/2019 κ.ά.).


8. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 13 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠοινΔικ), που κυρώθηκε με το Π.Δ. 258/1986 (Α΄121) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται ότι: «Οι αστυνομικές αρχές και η χωροφυλακή οφείλουν να εκτελούν χωρίς καμία χρονοτριβή τις παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών (...)», στο άρθρο 77 ότι: «1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες ότι το πρόσωπο που εμφανίσθηκε στην ανάκριση ή στο ακροατήριο είναι πράγματι το διωκόμενο, ο ανακριτής ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προχωρούν από μόνοι τους στη βεβαίωση της ταυτότητας, χρησιμοποιώντας κάθε αποδεικτικό μέσο. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να ανασταλεί η ποινική διαδικασία για το πρόσωπο αυτό, ωσότου βεβαιωθεί η ταυτότητά του. 2. Αν η ταυτότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποδειχθεί, βεβαιώνεται το γεγονός αυτό στην απόφαση και ταυτόχρονα διατάσσεται η απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί ή που κρατείται προσωρινά, ωσότου εξακριβωθεί η ταυτότητα. Ο δικαστής, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να επιβάλει στον απολυόμενο την καταβολή εγγύησης ή άλλους όρους (...). 3. …» και στο άρθρο 140 ότι: «Τα Πρακτικά της συνεδρίασης συντάσσονται από τον γραμματέα με ευθύνη δική του, καθώς και με ευθύνη του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση. Τα πρακτικά μνημονεύουν: α) ... γ) το ονοματεπώνυμο και ό,τι άλλο συντελεί στην εξακρίβωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου, των διαδίκων, των εκπροσώπων τους και των συνηγόρων δ)...». Περαιτέρω, στο άρθρο 546 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις. 2. …», στο άρθρο 549 ότι: «1. Για την εκτέλεση της απόφασης φροντίζει αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος του δικαστηρίου που την έχει εκδώσει (...). 2. ...», στο άρθρο 556 ότι: «Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής μπορεί να αναβληθεί: α) … δ) αν η ποινή δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, για αποδεδειγμένες οικογενειακές ή επαγγελματικές ανάγκες και έως έξι το πολύ μήνες, ε) …», στο άρθρο 564 ότι: «1. Αν προκύπτουν αμφιβολίες για την ταυτότητα εκείνου που έχει συλληφθεί για να εκτίσει την ποινή (…), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου όπου έγινε η σύλληψη εξετάζει εκείνον που έχει συλληφθεί και ενεργεί κάθε έρευνα ή ένορκη εξέταση μαρτύρων χρήσιμη για τη βεβαίωση της ταυτότητας. Αν ο εισαγγελέας βεβαιωθεί ότι αυτός που έχει συλληφθεί δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε, διατάσσει με αιτιολογημένη διάταξη την άμεση απόλυσή του. Αν έχει δισταγμούς ή αν αυτός που έχει συλληφθεί επιμένει ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε ή εκείνος που δραπέτευσε, ο εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του δικαστηρίου πλημμελειοδικών όπου υπηρετεί και αυτό εφαρμόζει, αν υπάρχει περίπτωση, το άρθρο 77. 2. Αν αυτός εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση έχει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου που αναγράφεται στην απόφαση, δεν είναι όμως εκείνος που κατηγορήθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποία επακολούθησε καταδίκη και που έχει στην πραγματικότητα άλλο ονοματεπώνυμο, ο κατά την παρ.1 εισαγγελέας προκαλεί την απόφαση του κατά το άρθρου 145 παρ.2 αρμόδιου δικαστηρίου. Το δικαστήριο βεβαιώνει το γεγονός αυτό και διορθώνει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου, το οποίο έχει αναγραφεί εσφαλμένα στην εκτελούμενη απόφαση, ή και άλλα στοιχεία της ταυτότητάς του (άρθρο 76 και 145 παρ.2), με την προϋπόθεση όμως ότι ο πραγματικός ένοχος είχε προσκληθεί στη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, έστω και με το όνομα που εσφαλμένα είχε αναγραφεί σε αυτήν. Διαφορετικά, εφαρμόζεται υπέρ εκείνου που εσφαλμένα καταδικάστηκε η διάταξη της παρ.1 αριθ. 2 του άρθρου 525 για την επανάληψη της διαδικασίας. Στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε από πλάνη». Εξάλλου, στο άρθρο 162 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «Το αποδεικτικό της επίδοσης, που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 161, έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Η προσβολή του ως πλαστού δεν εμποδίζει την ποινική δίκη να προχωρήσει, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός στον οποίο έγινε η επίδοση πληροφορήθηκε έγκαιρα το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν λείπει κάποιο στοιχείο που αναφέρεται στο κύρος του αποδεικτικού εγγράφου. Ως προς το ζήτημα αυτό αιτιολογημένα αποφασίζει το δικαστήριο». 


9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τα ιστορούμενα στην αγωγή, προκύπτουν τα εξής: Με την *-2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα ερήμην σε βάρος του *αγνώστων λοιπών στοιχείων, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή 600 ευρώ για παράβαση του νόμου περί επιταγών (έκδοση ακάλυπτης επιταγής). Στα πλαίσια εκτέλεσης της ως άνω απόφασης (καταδιωκτικό έγγραφο), στις *2009, ημέρα Παρασκευή και περί ώρα 20.30, ο ενάγων, * τ.... σύμφωνα με το τηρούμενο αρχείο του Τμήματος Ασφαλείας (Τ.Α.) *, συνελήφθη από αστυνομικούς του εν λόγω Τ.Α. εντός του καταστήματος πώλησης οπτικών ειδών, που διατηρούσε στην * και προσήχθη στο ως άνω Τ.Α. Όπως, δε, αναφέρεται στο από* έγγραφο της Διεύθυνσης Ασφάλειας *), αρχικώς, η ως άνω καταδικαστική απόφαση είχε αποσταλεί από την Εισαγγελία Αθηνών στο *, καθόσον ο καταδικασθείς φερόταν ως κάτοικος *, το Τ.Α. *απέστειλε προς την Δ.Α.Α., μέσω τηλεμοιοτυπίας, την* αναφορά, προκειμένου να εξακριβωθεί αν ο ανωτέρω διώκεται, η δε Δ.Α.Α., με την *απαντητική διαταγή της, γνωστοποίησε ότι διώκεται άτομο με τα στοιχεία *, «α.λ.σ.» (αγνώστων λοιπών στοιχείων), κάτοικος *, ενώ, από περαιτέρω έλεγχο στο αρχείο ταυτοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας, βεβαιώθηκε ότι το άτομο με τα ως άνω στοιχεία είναι μοναδικό και δεν υπάρχει άλλο. Κατόπιν αυτών και ενόψει του ότι τα στοιχεία του καταδικασθέντος με την ως άνω * απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήταν ίδια με αυτά του ενάγοντος και προσαχθέντος ενώπιον του Τ.Α. * στις *, ο ενάγων, «γεννηθείς την 2* στο *, επαγγέλματος οπτικός», συνελήφθη στις 20.40 της ίδιας ημέρας από την εκτελούσα χρέη αξιωματικού υπηρεσίας του ανωτέρω Τ.Α. (βλ. την από* έκθεση σύλληψης της*) και κρατήθηκε στα κρατητήρια του Τ.Α. * παρότι ο ίδιος αρνούνταν εξαρχής οποιαδήποτε σχέση με τον καταδικασθέντα με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση και φέροντα το ίδιο όνομα και επώνυμο. Την επόμενη ημέρα και δη στις*, ημέρα *, ο ενάγων μετήχθη αρχικώς στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (Γ.Α.Δ.Α.) για λήψη φωτογραφιών και δακτυλικών αποτυπωμάτων και, εν συνεχεία, συνοδεία αστυνομικών, οδηγήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης Αθηνών, προέβη δε αυθημερόν σε εξαγορά της ποινής της οικείας καταδικαστικής απόφασης, με την καταβολή του χρηματικού ποσού των *ευρώ ... με συνέπεια να αφεθεί ελεύθερος, κατόπιν της * παραγγελίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Στις *, ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον της ως άνω Εισαγγελίας την από * αίτηση αντιρρήσεων, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, ζητώντας να διαπιστωθεί, αφενός, ότι δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον καταδικασθέντα με την * απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και ότι επρόκειτο για απλή συνωνυμία και, συνεπώς, εσφαλμένως εκτελέσθηκε σε βάρος του η απόφαση αυτή, αφετέρου δε, να εκδοθεί διάταξη, με την οποία να δίδεται εντολή στις αρμόδιες αρχές για διαγραφή της σχετικής καταδίκης από το ποινικό μητρώο του και για επιστροφή του χρηματικού ποσού, που ο ίδιος κατέβαλε για τη εξαγορά της ποινής. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ο ενάγων προσκόμισε και επικαλέσθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία: ....... επέμενε όμως ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάσθηκε, η ως άνω αίτησή του εισήχθη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όπως προβλέπεται από το άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκειμένου να αρθούν οι αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα του καταδικασθέντος, με την πρόκληση έκδοσης δικαστικής απόφασης, ώστε να σχηματισθεί ασφαλής δικανική κρίση, δεδομένου, επιπροσθέτως, ότι το εν λόγω αδίκημα διώκεται κατ’ έγκληση και έπρεπε να κληθούν οι εγκαλούντες. Με την * απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η εν λόγω αίτηση του ενάγοντος, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτησή της, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι ασκήθηκε μετά την εκτέλεση της ποινής, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε προβεί στην εξαγορά της. Εξάλλου, με το από * έγγραφο του καταστήματος * της τράπεζας *”, γνωστοποιήθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, μετά από σχετική αίτησή του, ότι από την επεξεργασία των αρχείων της τράπεζας προέκυψε ότι ο πελάτης της και εκδώσας την επιταγή *Ακολούθως, ο ενάγων επανήλθε διαμαρτυρόμενος για την υπόθεσή του, τόσο ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με την κατάθεση της από * νέας αίτησης κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, καθώς και της από * αίτησης περί επιστροφής σε αυτόν του καταβληθέντος ποσού, όσο και ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την από * επίδοση σε αυτούς της από *εξώδικης δήλωσης-αναφοράς-καταγγελίας. Επιπλέον, ενόψει του ως άνω από * απαντητικού εγγράφου της τράπεζας * προς τον ενάγοντα, η αρμόδια Εισαγγελέας ζήτησε από την ίδια τράπεζα στις * να της γνωστοποιήσει τα στοιχεία του πελάτη της *, εκδότη της σφραγισθείσας επιταγής βάσει της οποίας εκδόθηκε η ως άνω ποινική απόφαση. Κατόπιν αυτών, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών επανεκτίμησε το σύνολο των εγγράφων, που είχαν προσκομισθεί από τον ενάγοντα, αλλά και τις πληροφορίες που η ίδια ζήτησε κατά τα ανωτέρω και έλαβε από την τράπεζα *, βεβαιώθηκε, δε, ότι ο ενάγων τυγχάνει διαφορετικό πρόσωπο από τον εκδότη της επιταγής και αληθώς καταδικασθέντα και, συνακόλουθα, ήρθη η αμφιβολία περί της ταυτότητας του καταδικασθέντος και για τον λόγο αυτό, στις*, δόθηκε εντολή να επιστραφεί στον ενάγοντα το ποσό που είχε καταβάλει. Περαιτέρω, η * απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εστάλη από την Εισαγγελία προς εκτέλεση εναντίον του πράγματι καταδικασθέντος, *, αντί του ενάγοντος, *


10. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το από * νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η σύλληψή του, σε εκτέλεση καταδικαστικής ποινικής απόφασης που αφορούσε άλλο πρόσωπο, καθώς και η κράτησή του και η κίνηση της περαιτέρω ποινικής διαδικασίας, παρά τις έντονες αντιδράσεις του, για να διαπιστωθεί τελικά η συνωνυμία του με τον πραγματικό φυγόποινο και να αφεθεί ελεύθερος, οφείλεται αποκλειστικά στην πλημμελή άσκηση των καθηκόντων και στην παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων του Τ.Α. *, των δικαστικών υπαλλήλων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών, να αντιπαραβάλουν αμέσως τα στοιχεία του με εκείνα του πραγματικού φυγόποινου. Και τούτο, διότι από την αντιπαραβολή, αφενός μεν, των στοιχείων του διωκόμενου στο σώμα της ποινικής απόφασης, σε συνδυασμό με τα τηρούμενα στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφετέρου δε, των στοιχείων του ενάγοντος, θα προέκυπτε εξαρχής και ανενδοίαστα ότι ο ίδιος δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο του φυγόποινου (διαφορετικό πατρώνυμο, μητρώνυμο, αριθμός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και φορολογικού μητρώου, διεύθυνση κατοικίας και έτος γέννησης). Ειδικότερα, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, παρά τις επίμονες διαμαρτυρίες του για τα ανωτέρω, συνελήφθη από αστυνομικά όργανα και υπέστη λοιδορίες και ανάρμοστη συμπεριφορά, κρατήθηκε, δε, ακολούθως, σε υπόγειο κελί του Τ.Α.* υπό άθλιες συνθήκες, μαζί με κοινούς εγκληματίες. Ότι, όταν οδηγήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης Αθηνών, συνεπικουρούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, προέβαλε προφορικές αντιρρήσεις του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ και προσκόμισε έγγραφα στοιχεία, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αποδείκνυαν ότι η επαγγελματική δραστηριότητα και η κατοικία του ήταν σε άλλες διευθύνσεις και όχι στην αναγραφόμενη στην οικεία ποινική απόφαση, ενώ, επιπλέον, υπέβαλε προφορικά και αίτημα προσωρινής αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης της ποινής για μικρό χρονικό διάστημα (άρθρο 556 του ΚΠοινΔικ), ώστε να αποδειχθεί με περαιτέρω έρευνα ότι δεν ήταν αυτός που καταδικάσθηκε. Ότι, το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε από τον ανωτέρω Εισαγγελέα, με την αιτιολογία ότι η Εισαγγελία δεν γνώριζε αν υπήρχαν σε βάρος του άλλες εκκρεμείς αποφάσεις, που ενδεχομένως να υπερέβαιναν το προβλεπόμενο όριο ποινών για χορήγηση αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης με εισαγγελική διάταξη, καθώς και ότι τέτοια έρευνα ήταν αδύνατη, εφόσον εκείνη την ώρα δεν λειτουργούσε το τμήμα εκτέλεσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, στην πραγματικότητα, το εν λόγω τμήμα λειτουργούσε με προσωπικό ασφαλείας, που θα μπορούσε να ερευνήσει τον σχετικό φάκελο φυγοποίνων, ώστε να διαπιστώσει αν υπήρχαν άλλες αποφάσεις σε βάρος του. Αποτέλεσμα τούτων ήταν, κατά τα προβαλλόμενα από τον ενάγοντα, ο ίδιος να αναγκασθεί να ανεύρει, μέσω δανεισμού από φίλους του λόγω μη λειτουργίας των τραπεζών, το ποσό των 3.830,52 ευρώ και να το καταβάλει στην Δ.Ο.Υ. * στις *, προκειμένου να εξαγοράσει την ποινή και να αφεθεί ελεύθερος. Ότι, στη συνέχεια, υπέβαλε στην Εισαγγελία την από * αίτηση, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, ζητώντας να διαπιστωθεί ότι δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον καταδικασθέντα με την *απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και ότι επρόκειτο για απλή συνωνυμία. Όμως, ο αρμόδιος Εισαγγελέας εισήγαγε προς συζήτηση την εν λόγω αίτηση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, παρότι είχε τη δυνατότητα να την κρίνει ο ίδιος εκδίδοντας σχετική διάταξη, ενώ, ο ενάγων δεν είχε καμία ενημέρωση για την τύχη της αίτησής του έως τον Ιούνιο του *, οπότε κατόπιν δικής του έρευνας πληροφορήθηκε ότι αυτή είχε συζητηθεί ερήμην του και είχε απορριφθεί με την *9 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να έχει κληθεί νομίμως να παρασταθεί κατά την εκδίκασή της. Και τούτο, διότι το περιλαμβανόμενο στην ποινική δικογραφία από * αποδεικτικό επίδοσης-θυροκόλλησης της κλήσης του ενάγοντος στο ακροατήριο, περιέχει ψευδή βεβαίωση, κατά τους ισχυρισμούς του, εφόσον βεβαιώνεται ψευδώς με αυτό ότι, κατά την ως άνω ημερομηνία και περί ώρα 10.10 π.μ., ημέρα Σάββατο, ο αρμόδιος υπάλληλος της Εισαγγελίας προσήλθε στο κατάστημά του *, δεν βρήκε κανέναν και θυροκόλλησε τη σχετική κλήση, ενώ, στην πραγματικότητα, το κατάστημα ήταν ανοικτό και λειτουργούσε με την παρουσία του ενάγοντος και των υπαλλήλων του. Ότι, μετά ταύτα, στις *0, ο ενάγων υπέβαλε εκ νέου αίτηση του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ ενώπιον της Εισαγγελίας και διαμαρτυρήθηκε, με αποτέλεσμα, μετά από επικοινωνία της τελευταίας με την τράπεζα *, να αποδειχθεί ότι αυτός δεν ήταν ο πελάτης της και εκδότης της επιταγής, αλλά ότι επρόκειτο για συνωνυμία και να δοθεί εισαγγελική εντολή να επιστραφεί στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό της εξαγοράς της ποινής, το οποίο και έλαβε τελικώς περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2010. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων ζητεί, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, εξαιτίας της διαπόμπευσής του κατά τη σύλληψή του ενώπιον της συζύγου και των δύο ανηλίκων τέκνων του, αλλά και της δυσφήμησής του ενώπιον των πελατών του καταστήματός του, και, γενικώς, λόγω του μεγέθους της ταλαιπωρίας του από τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του, του εγκλεισμού του σε κελί μαζί με εγκληματίες, καθώς και της ψυχολογικής εξάντλησής του επί (1) ένα έτος μέχρι να δικαιωθεί. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία:**.........


11. Επειδή, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με το από*νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη της αγωγής, αντιτείνοντας ότι ουδεμία παρανομία των οργάνων του υπήρξε. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η από * σύλληψη του ενάγοντος από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα έλαβε χώρα, δεδομένου ότι το πατρώνυμο και το μητρώνυμο του καταδικασθέντος με την με την *απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήταν ίδια με αυτά του ενάγοντος, ο οποίος, μετά την προσαγωγή του ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης, αφέθηκε ελεύθερος στις *, καθόσον προέβη αυθημερόν σε εξαγορά της ποινής με την καταβολή του απαιτούμενου χρηματικού ποσού, χωρίς να προκύπτει ότι είχε προβάλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης της ποινής, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ. (..... Περαιτέρω, προβάλλει ότι, στις *, ο ενάγων, έχοντας δημιουργήσει τεκμήριο ότι η προαναφερθείσα καταδικαστική απόφαση τον αφορά, δοθέντος ότι προηγουμένως είχε προβεί σε εξαγορά της ποινής, υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας τις από * αντιρρήσεις του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ, οι οποίες εισήχθησαν στο αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο όπως προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, προκειμένου να σχηματισθεί ασφαλής δικανική κρίση με την έκδοση δικαστικής απόφασης και απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες, ενώ, ο ενάγων δεν εμφανίσθηκε στην επ’ ακροατηρίου συζήτησή τους προκειμένου να τις υποστηρίξει και να προσκομίσει αποδείξεις που θα μπορούσε να αξιοποιήσει μεταγενέστερα (όπως συνέβη τελικώς), παρότι είχε ορισθεί δικάσιμος, που νομίμως του είχε γνωστοποιηθεί, άρα ουδέν σφάλμα της Εισαγγελίας εμφιλοχώρησε, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται. Συνεπώς, ο ίδιος κατέστη αποκλειστικώς υπαίτιος, άλλως, συνυπαίτιος σε ποσοστό 99% της οποιασδήποτε ηθικής βλάβης του, κατ’ άρθρο 300 του Α.Κ. Ακολούθως, κατόπιν επανεκτίμησης των προσκομισθέντων εγγράφων στα πλαίσια της νέας από 16-7-2010 αίτησης του ενάγοντος, η Εισαγγελία επικοινώνησε, ως όφειλε, με την ως άνω τράπεζα και βεβαιώθηκε ότι πράγματι ο ενάγων τυγχάνει διαφορετικό πρόσωπο από τον εκδότη της επίμαχης επιταγής και αληθώς καταδικασθέντα, με συνέπεια να επιστραφεί στον ενάγοντα το καταβληθέν από αυτόν χρηματικό ποσό της ποινής. Εξάλλου, κατά την άποψη του εναγομένου, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος περί προσβολής της προσωπικότητάς του κατά τη σύλληψη και προσαγωγή του, τόσο λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες κρατήθηκε, όσο και λόγω των απαξιωτικών προς το πρόσωπό του συμπεριφορών από τα αστυνομικά όργανα, παρίστανται αναπόδεικτοι. 

12. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνει καταρχάς υπόψη, ότι, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στις σκέψεις 5, 6 και 7 της παρούσας, επιβάλλεται ειδικότερη υποχρέωση στα αστυνομικά όργανα, σε περίπτωση εκτέλεσης καταδιωκτικών εγγράφων για τα οποία υπάρχουν αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις για την ταυτότητα του συλληφθέντος, να διενεργούν προσεκτική έρευνα και επιβεβαίωση, πριν αποφασίσουν την εκτέλεση του εγγράφου αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων αμφισβήτησε από την πρώτη στιγμή τη σχέση του με τον διωκόμενο *, που είχε καταδικασθεί με την προαναφερθείσα *απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τον οποίο είχε μεν ίδιο όνομα και επώνυμο (συνωνυμία), αλλά διαφορετικό πατρώνυμο, μητρώνυμο, αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και φορολογικού μητρώου, διεύθυνση κατοικίας, έτος γέννησης και επάγγελμα. Ωστόσο, κατόπιν ελέγχου από τους αστυνομικούς του Τ.Α. *, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν ο Βασίλειος Δεστούνης διωκόταν, γνωστοποιήθηκε σε αυτούς, δυνάμει της 419/29-5-2009 απαντητικής διαταγής της Δ.Α.Α., ότι διώκεται άτομο με τα στοιχεία * αγνώστων λοιπών στοιχείων («α.λ.σ.»), κάτοικος *, ενώ, από περαιτέρω έλεγχο των ως άνω αστυνομικών οργάνων αρχείο ταυτοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας, βεβαιώθηκε ότι το άτομο με τα ως άνω στοιχεία είναι μοναδικό και δεν υπάρχει άλλο. Όμως, τα εν λόγω αστυνομικά όργανα παρέλειψαν να αναζητήσουν τα ελλείποντα, κατά τα ανωτέρω στοιχεία (αριθμός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και φορολογικού μητρώου, διεύθυνση κατοικίας, έτος γέννησης, επάγγελμα), οπότε και θα προέκυπτε με ασφάλεια ότι τα στοιχεία του ενάγοντος δεν ταυτίζονται με αυτά του διωκόμενου προσώπου, όπως άλλωστε προέκυψε εκ των υστέρων. Συνεπώς, τα ως άνω αστυνομικά όργανα δεν προέβησαν στην απαιτούμενη κατά νόμο ενδελεχή έρευνα για την ταυτοποίηση του ενάγοντος με τον διωκόμενο, πριν από την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου, δεδομένων και των αμφισβητήσεων του ενάγοντος, ακριβώς για να αποφευχθούν η σύλληψη και η κράτησή του ενόψει του απαραβίαστου της προσωπικής ελευθερίας του, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, μετά τη σύλληψη του, τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες για παραπομπή του στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου να εξακριβωθεί πλέον δια της δικαστικής οδού, αν το σχετικό διωκτικό έγγραφο αφορούσε πράγματι το συγκεκριμένο πρόσωπο ή όχι. Στοιχειοθετείται, συνακόλουθα, από τις παράνομες αυτές ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ευθύνη του προς αποζημίωση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, ως αβασίμων. 


13. Επειδή, περαιτέρω, ο ενάγων επικαλείται παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αρμοδίων δικαστικών υπαλλήλων και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι όφειλαν, κατά τους ισχυρισμούς του, να αναζητήσουν αποδείξεις, προκειμένου να διακριβωθεί ότι αυτός δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον καταδικασθέντα με την ποινική απόφαση. Κατά τα αναφερόμενα, όμως, στη σκέψη 8 της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ, προϋπόθεση της οποιασδήποτε μετέπειτα διαδικασίας, είναι η προβολή από το προσαγόμενο πρόσωπο αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης της απόφασης, οι οποίες, εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν από τον ενάγοντα, σύμφωνα με το προαναφερθέν * έγγραφο των απόψεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Σε κάθε περίπτωση, η απόλυση του συλληφθέντος, διατάσσεται, μόνον εάν ο Εισαγγελέας βεβαιώνεται ότι δεν είναι το αναζητούμενο πρόσωπο. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν υφίσταται ενδιάμεσο στάδιο, πλην της παραπομπής των αντιρρήσεων στο ακροατήριο. Εν προκειμένω, όμως, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και το μητρώνυμο του ενάγοντος ταυτίζονταν πλήρως με εκείνα του καταδικασθέντος με την οικεία ποινική απόφαση, ο δε ενάγων προέβη σε εξαγορά της ποινής, αναγνωρίζοντας ότι η ποινική απόφαση τον αφορά. Κατά συνέπεια, με βάση τα ανωτέρω, δεν θα μπορούσε να προκύψει βεβαιότητα του αρμοδίου Εισαγγελέα ότι ο ενάγων δεν ήταν το αναφερόμενο στην καταδικαστική απόφαση πρόσωπο, ώστε να υφίσταται υποχρέωσή του να διατάξει την απόλυση του ενάγοντος. Μετά δε την εξαγορά της ποινής από τον ενάγοντα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παραπομπής της υπόθεσης στο ακροατήριο, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ. Την παραπομπή δε αυτή διέταξε μεταγενεστέρως ο αρμόδιος Εισαγγελέας, όταν ο ενάγων υπέβαλε τις από* αντιρρήσεις, κατά την εκδίκαση των οποίων ο ενάγων δεν παραστάθηκε, παρότι κλητεύθηκε προς τούτο, όσα δε ο ίδιος υποστηρίζει περί ψευδούς περιεχομένου του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων της ποινικής δικογραφίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, καθόσον, κατ’ άρθρο 162 του ΚΠοινΔικ, το αποδεικτικό επίδοσης αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σε αυτό και μόνο ως πλαστό μπορεί να προσβληθεί, πράγμα που δεν έπραξε ο ενάγων. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα από τον ενάγοντα περί υποβολής ενώπιον του Εισαγγελέα προφορικού αιτήματος προσωρινής αναβολής εκτέλεσης της ποινής (άρθρο 556 του ΚΠοινΔικ) και περί απόρριψης αυτού, είναι απορριπτέα ως αναπόδεικτα. Ενόψει δε του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υφίσταται πρόδηλο σφάλμα των ως άνω εισαγγελικών λειτουργών, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγομένου προς αποζημίωση του ενάγοντος, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, (βλ. σκέψη 3 της παρούσας), απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο ενάγων


14. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, ενόψει των ως άνω παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των αστυνομικών υπαλλήλων, στοιχειοθετείται, κατά τα προεκτεθέντα, αστική ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Ως απόρροια, δε, της παράνομης στέρησης της ελευθερίας του ενάγοντος και της συνακόλουθης ψυχικής ταλαιπωρίας του, το Δικαστήριο κρίνει ότι προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, κατ’ άρθρο 932 και 59 του Α.Κ., οφειλόμενη αποκλειστικώς στις προεκτεθείσες παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων, χωρίς να συντρέχει συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, όπως αβασίμως προβάλλει το εναγόμενο με το υπόμνημά του, ενόψει των ανωτέρω συνθηκών τέλεσής τους. Προς αποκατάσταση, δε, της ανωτέρω ηθικής βλάβης, ο ενάγων δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης, της φύσης, της διάρκειας και της βαρύτητας των ως άνω πράξεων και παραλείψεων (σύλληψη και κράτηση του ενάγοντος που διήρκεσε 24 ώρες περίπου, τελική δικαίωσή του που επήλθε μετά από 1 χρόνο περίπου με την επιστροφή σε αυτόν του καταβληθέντος ποσού εξαγοράς της ποινής, αλλά και αντίκτυπος των ανωτέρω στον οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρο του ενάγοντος, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής), κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 6.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αγωγικού αιτήματος. Το προαναφερθέν ποσό πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα με τον νόμιμο τόκο, από την επίδοση της παρούσας αγωγής προς το εναγόμενο, η οποία έλαβε χώρα στις 26-4-2017 με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου (βλ. το οικείο αποδεικτικό επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας) και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, υπολογιζόμενου του τόκου με επιτόκιο 6%, κατ’ άρθρο 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΑΕΔ 25/2012, 7/2011, ΣτΕ 2839, 1140/2017, 2114-2115/2014 Ολομ.), για το τμήμα της εν λόγω αξίωσης τόκου που ανάγεται σε χρόνο πριν τον επόμενο μήνα από την έναρξη ισχύος του άρθρου 45 του Ν.4607/2019 (Α΄65/24-4-2019) και με το επιτόκιο που ορίζεται στην παρ.1 του ως άνω άρθρου 45 του Ν.4607/2019, για το τμήμα της ίδιας αξίωσης που ανάγεται σε χρόνο μετά τον πρώτο μήνα της έναρξης ισχύος του άρθρου αυτού (1-5-2019), κατά τα οριζόμενα στην παρ.3 του ίδιου άρθρου (ΔΕφΠειρ 1110/2019).


15. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.000 ευρώ, νομιμοτόκως, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, από την επίδοση της αγωγής (26-4-2017) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, περαιτέρω δε, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ.1 εδ. γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). 


Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α


Δέχεται εν μέρει την αγωγή.


Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (26-4-2017), με επιτόκιο 6% ετησίως για το τμήμα της εν λόγω αξίωσης τόκου, που ανάγεται σε χρόνο πριν τον επόμενο μήνα από την έναρξη ισχύος του άρθρου 45 του Ν.4607/2019 και με το επιτόκιο, που ορίζεται στην παρ.1 του άρθρου 45 του Ν.4607/2019, για το τμήμα της ίδιας αξίωσης, που ανάγεται σε χρόνο μετά τον πρώτο μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1-5-2019) και έως την εξόφληση.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση

  Αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης ( αρθρ. 53 έως 58 του ν. 4055/2012 ) 19/10/2017 ΔΕΑ αριθ.αποφ. 4/2017 Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ένδικο βοήθημα της έφεσης κατά οριστικής απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου, παρέμεινε  εκκρεμές στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, ενώπιον του οποίου είχε ασκηθεί, πριν παραπεμφθεί στο ανώτερο δικαστήριο λόγω αρμοδιότητας, εντάσσεται στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

Αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου λόγω πλημμυρικού φαινομένου Μάνδρα Αττικής

  Αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου λόγω πλημμυρικού φαινομένου στην ευρύτερη περιοχή της Μάνδρας Αττικής στις 15.11.2017 21/11/2023 Πρόεδρος: Ελένη Αγγέλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ. Εισηγητής: Ερατώ Ρεσσοπούλου, Πάρεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ. (κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης) Έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου Δήμου διότι δεν αποδίδονται στα όργανά του συγκεκριμένες παράνομες πράξεις ή παραλείψεις στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους – Κρίση ότι, εφόσον ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων έλαβε χώρα στο ορεινό τμήμα του χειμάρρου Σούρες και συγκεκριμένα στο ύψος του 33ου χιλιόμετρου της Π.Ε.Ο.Ε.Θ., δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη των εναγομένων, κατ’ άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την καθυστέρηση ολοκλήρωσης των αντιπλημμυρικών έργων στην περιοχή, προεχόντως, ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου με τον θάνατό του. Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, παρανομία της εναγομένης Περιφέρειας Αττικής, τα αρμόδια όργανα της οποίας πραγματοποιούσαν αστυνόμ

ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ  Β ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΝΕΩΝΕΝΗ ΠΛΗΡΩΣ  Σκοπός του βιβλίου είναι να  ενημερώσει  για το ζήτημα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, με ενδεικτικά παραδείγματα της νομολογιακής περιπτωσιολογίας που κρίθηκαν ως βάση της ευθύνης του Δημοσίου από την ελληνική και ενωσιακή νομολογία, σε πολλούς τομείς της κρατικής λειτουργίας.   Συγκεκριμένα εξετάζονται:   - η αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθέτηση, η παράλειψη άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητος, η έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως, η πλημμελής εκτέλεση ή παράλειψη καθηκόντων, η κακή μοριοδότηση, τα αυθαίρετα ακίνητα, η παράλειψη ελέγχων   - η αστική ευθύνη του Δημοσίου από νόμιμες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου, όπως η βλάβη στην υγεία από εμβολιασμό και οι θεμιτοί περιορισμοί στην ιδιοκτησία λόγω απαλλοτρίωσης   - η ευθύνη αποζημίωσης του Δημοσίου από έλλειψη προστασίας της ζωής και περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια ή από έλλειψη αναγκαίων αστυνομικών μέτρων προστασίας   - οι ευθύνες αποζ