Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου λόγω πλημμυρικού φαινομένου Μάνδρα Αττικής


 


Αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου λόγω πλημμυρικού φαινομένου στην ευρύτερη περιοχή της Μάνδρας Αττικής στις 15.11.2017
21/11/2023

Πρόεδρος: Ελένη Αγγέλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ.

Εισηγητής: Ερατώ Ρεσσοπούλου, Πάρεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ. (κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης)

Έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου Δήμου διότι δεν αποδίδονται στα όργανά του συγκεκριμένες παράνομες πράξεις ή παραλείψεις στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους – Κρίση ότι, εφόσον ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων έλαβε χώρα στο ορεινό τμήμα του χειμάρρου Σούρες και συγκεκριμένα στο ύψος του 33ου χιλιόμετρου της Π.Ε.Ο.Ε.Θ., δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη των εναγομένων, κατ’ άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την καθυστέρηση ολοκλήρωσης των αντιπλημμυρικών έργων στην περιοχή, προεχόντως, ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου με τον θάνατό του.

Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, παρανομία της εναγομένης Περιφέρειας Αττικής, τα αρμόδια όργανα της οποίας πραγματοποιούσαν αστυνόμευση των ρεμάτων ευθύνης της και προέβαινε σε καθαρισμούς αυτών διά εργολαβιών.

Στοιχειοθετούνται παράνομες παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες συνίστανται στην απουσία σύνταξης μελέτης ορεινών υδρονομικών έργων από τη Διεύθυνση Δασών Δυτικής Αττικής, στην παράλειψη ρύθμισης της κυκλοφορίας στην περιοχή από την ΕΛΑΣ και ειδικότερα, στην διακοπή της κυκλοφορίας στην ΠΕΟΕΘ και στην έλλειψη πληροφόρησης των κατοίκων της περιοχής και των διερχόμενων σχετικά με τον κίνδυνο που διέτρεχαν και ενώ είχαν τεθεί σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας λόγω της πρόγνωσης έκτακτων και επικίνδυνων καιρικών φαινομένων.

Απορρίπτει τον ισχυρισμό του εναγόμενου περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου λόγω συνδρομής ανωτέρας βίας εξ αιτίας του σφοδρότατου, απρόβλεπτου και εξαιρετικού χαρακτήρα της βροχόπτωσης, με την αιτιολογία ότι, αφενός, ο κίνδυνος εκδήλωσης πλημμύρας στην περιοχή παρίστατο σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς άμεσος, ανά πάσα στιγμή ενδεχόμενος και κατά τούτο απολύτως προβλέψιμος, αφετέρου, δεν προκύπτει ότι ελήφθησαν μέτρα άκρας σύνεσης και επιμέλειας από τα όργανα του εναγόμενου, για την ενίσχυση της αντιπλημμυρικής προστασίας της ευρύτερης περιοχής της Μάνδρας και την προστασία της ασφάλειας των κατοίκων και όσων βρίσκονταν στην περιοχή εν γένει.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει ποσά για χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης των πέντε εναγόντων, συνολικού ύψους 380.000 ευρώ

Απόφαση: 15427/2023, 29ο Τριμελές ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αγωγή αποζημίωσης, κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, της Περιφέρειας Αττικής και του Δήμου Μάνδρας-Ειδυλλίας, για παρανομίες κατά την από 15.11.2017 πλημμύρα, με συνέπεια τον θάνατο συγγενούς των εναγόντων, ηλικίας 57 ετών, ο οποίος είχε μεταβεί με φίλους του για θήρα στην περιοχή της Μάνδρας Αττικής.

χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης -θάνατος κατά την πλημμύρα

 


Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, Αριθμός Απόφασης Α 2817/2023 (Τμήμα 14ο Τριμελές)
Προεδρεύων: Αναστάσιος Σάββας, Εφέτης Δ.Δ.
Εισηγήτρια: Αναστασία Τζόλα, Εφέτης Δ.Δ.
    Έφεση του Δήμου Αγίων Αναργύρων – Καματερού κατά οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή των ήδη εφεσιβλήτων και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του εκκαλούντος Δήμου, της Περιφέρειας Αττικής και του Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το
θάνατο της οικείας τους κατά την πλημμύρα που εκδηλώθηκε στις 22.10.2015
εντός της διοικητικής περιφέρειας του εκκαλούντος Δήμου. Απαραδέκτως στρέφεται η έφεση κατά της Περιφέρειας Αττικής και του Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι αυτοί δεν διατέλεσαν αντίδικοι του εκκαλούντος Δήμου στην πρωτόδικη δίκη. Διατάξεις άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, 932 και 300 Α.Κ., ν.2576/1998 (Α’ 25), ν.3463/2006 [Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (Α’ 114)]. Ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ότι ο εκκαλών Δήμος νομιμοποιείται παθητικώς. Κρίση ότι προβάλλονται το πρώτον κατ’ έφεση ισχυρισμοί με τους οποίους επιχειρήθηκε να τεκμηριωθεί η έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αποδιδόμενης στα όργανα του εκκαλούντος παρανομίας (κάλυψη – μπάζωμα ανοικτής κοίτης ρέματος) στο επίμαχο σημείο και του επίδικου ζημιογόνου γεγονότος, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, χωρίς ο εκκαλών Δήμος να επικαλείται στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν το δικαιολογημένο της μη προβολής τους πρωτοδίκως, όπως επιτάσσει το άρθρο 96 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. Προεχόντως απορριπτέος ως απαράδεκτος ισχυρισμός του εκκαλούντος Δήμου περί συνδρομής γεγονότων ανωτέρας βίας που διακόπτον τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του επιζήμιου γεγονότος και των αποδιδόμενων στον εν λόγω Δήμο παρανομιών, διότι δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως (έως τη συζήτηση της υπόθεσης), κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 129 και 138 του Κ.Δ.Δ., αλλά προβλήθηκε το πρώτον κατ’ έφεση. Απορριπτέα προεχόντως ως απαραδέκτως  προβαλλόμενη το πρώτον κατ’ έφεση ένσταση συντρέχοντος πταίσματος της θανούσας ως προς την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Ορθώς έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Απορρίπτει την έφεση.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΡΥΜΟΤΟΜΙΟΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ,ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΔΕΙΑ,ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ

 


ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΡΥΜΟΤΟΜΙΟΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ,ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗ ΑΔΕΙΑ,ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΑΠΟ ΝΟΜΙΜΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ 105-106 ΕΙΣΝΑΚ

 

Αριθμός 2210/2023

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2023, με την εξής σύνθεση: Μαρίνα-Ελένη Κωνσταντινίδου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Παρασκευή Μπραΐμη, Μαρίνα-Αλεξάνδρα Τσακάλη, Σύμβουλοι, Χαράλαμπος Κομνηνός, Θεοφανεία Ρίζου Έκαρτ, Πάρεδροι. Γραμματέας η Βασιλική Κατσιώνη.

 

 

Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1323/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Χαράλαμπου Κομνηνού.

 

…….

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1323/2021 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτή απορρίφθηκε έφεση των αναιρεσειόντων κατά της 13915/2019 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή των αναιρεσειόντων και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δήμου * να καταβάλει στον πρώτο αναιρεσείοντα το ποσό των 51.729,53 ευρώ, στον δεύτερο αναιρεσείοντα το ποσό των 37.692,09 ευρώ και στην τρίτη αναιρεσείουσα το ποσό των 39.827,09 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής αυτής έως και την εξόφληση. Τα ανωτέρω ποσά αντιστοιχούσαν σε αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που κρίθηκε ότι υπέστησαν τα παραπάνω πρόσωπα, λόγω παράνομων ενεργειών οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου *που οδήγησαν στην έκδοση παράνομης οικοδομικής άδειας. Με την ανωτέρω αγωγή, το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημα της οποίας μετατράπηκε τελικώς σε εντόκως αναγνωριστικό, οι αναιρεσείοντες είχαν ζητήσει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δήμου* να καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως και την εξόφληση, στον πρώτο αναιρεσείοντα το συνολικό ποσό των 515.781,17 ευρώ, στον δεύτερο αναιρεσείοντα το συνολικό ποσό των 189.807,43 ευρώ και στην τρίτη αναιρεσείουσα το συνολικό ποσό των 142.049,63 ευρώ, ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες είχαν ζητήσει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δήμου * να καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως και την εξόφληση, σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 25.000 ευρώ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν από την ίδια ως άνω αιτία.

…….

 

5. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 105 ΕισΝΑΚ (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]», στο δε άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Η υποχρέωση προς αποζημίωση αίρεται μόνον στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη έλαβε χώρα κατά παράβαση διάταξης, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικώς χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι δε και στην περίπτωση που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ’ ιδίαν προσώπων. Κατά συνέπεια, από παράβαση εκ μέρους οργάνων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας που θεσπίζουν γενικώς τους όρους και τις προϋποθέσεις ανεγέρσεως των οικοδομών και κατά τούτο εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, αλλά παραλλήλως παρέχουν και σε κάθε ενδιαφερόμενο το δικαίωμα να λάβει άδεια οικοδομής υπό τις προϋποθέσεις και όρους που τάσσουν οι διατάξεις αυτές, γεννάται αξίωση σε βάρος του δημοσίου και των ν.π.δ.δ. προς αποκατάσταση της ζημίας που προκαλείται στο δικαιούχο από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους (Σ.τ.Ε. 2384/2021, 1011/2008, 2829/2005). Αιτιώδης, δε, σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία. Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς. Σε περίπτωση, δε, συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, τα δε δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, στην περίπτωση κατά την οποία ο κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ λόγος ευθύνης του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. είναι η έκδοση ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξης παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσής της, στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση εκτείνεται στην αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος (διαφέροντος εμπιστοσύνης) που περιλαμβάνει τόσο την αποκατάσταση της περιουσίας του ζημιωθέντος στην θέση, στην οποία θα βρισκόταν αν δεν είχε μεσολαβήσει η έκδοση της μη νόμιμης πράξης (θετική ζημία), όσο και το κέρδος που ο ζημιωθείς θα αποκόμιζε εξ άλλης αιτίας, αν αυτός δεν είχε πιστέψει ανυπαιτίως στο κύρος της πράξης (αποθετική ζημία). Στην περίπτωση αυτή δεν νοείται αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή αποζημίωση για ό,τι θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη . Όμως, μπορεί ο ζημιωθείς από την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν παράνομης πράξης να ζητήσει τα διαφυγόντα κέρδη από την μη έκδοση πράξης με το ίδιο περιεχόμενο, χωρίς την πλημμέλεια που την κατέστησε παράνομη· τούτο, εφόσον, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της φύσης της πλημμέλειας, η έκδοση της πράξης, χωρίς αυτήν, ήταν από τον νόμο επιτρεπτή (Σ.τ.Ε. 2384/2021, 2171/2015, 4100/2012, 3320/2012).

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο πρώτος αναιρεσείων ήταν από το έτος 1979 συνιδιοκτήτης μαζί με την ήδη αποβιώσασα αδελφή του ενός οικοπέδου κείμενου εντός των εδαφικών ορίων του 163 οικοδομικού τετραγώνου του αναιρεσίβλητου Δήμου * επί των οδών Σεμέλης και Νυμφαίου αρ. 23 και συνδικαιούχος της 58/2004 οικοδομικής άδειας του εν λόγω Δήμου, η οποία αναθεωρήθηκε με την 14/20.2.2006 σχετική πράξη, με την οποία επιτράπηκε επί του παραπάνω οικοπέδου η ανέγερση οκταώροφης οικοδομής επί πιλοτής με υπόγειο και δώμα. Επιπλέον, από το έτος 2004 και μετά, ο πρώτος αναιρεσείων είναι συνιδιοκτήτης κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου κατ’ επικαρπία του εν λόγω οικοπέδου, οι δε δεύτερος και τρίτη αναιρεσείοντες είναι ψιλοί κύριοι του 50% και συγκύριοι, κατά πλήρη κυριότητα, του λοιπού 50%, λόγω κληρονομικής διαδοχής της θανούσης θείας τους. Η παραπάνω 58/2004 οικοδομική άδεια εκδόθηκε σε συνέχεια τροποποίησης της υψομετρικής μελέτης της οδού Σεμέλης, εγκριθείσης με την 592/20.10.2000 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου*. Ως πολεοδομικό κριτήριο επί του οποίου βασίστηκε η εν λόγω τροποποίηση, αναφέρεται η διαμόρφωση της οδού Σεμέλης, όσον αφορά το τμήμα της από την οδό Σεβαστείας μέχρι την οδό Νυμφαίου, σε πεζόδρομο πλάτους 6 μέτρων και, όσον αφορά το υπόλοιπο τμήμα της, σε κοινόχρηστο χώρο πρασίνου, διατηρούμενης της υψομετρικής μελέτης, όπως αυτή είχε εγκριθεί με την 592/20.10.2000 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου *. Στο ισχύον, όμως, κατά το χρόνο έγκρισης της τροποποίησης αυτής, ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου * η οδός Σεμέλης ήταν χαρακτηρισμένη ως οδός κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων. Για τον λόγο αυτό, ξεκίνησε διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου *, όσον αφορά το με αριθμό 163 οικοδομικό τετράγωνο, προκειμένου η οδός Σεμέλης να χαρακτηρισθεί ως πεζόδρομος. Η προαναφερθείσα τροποποίηση εγκρίθηκε με την 53/26.1.2006 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου *. Ακολούθως, με την 12243/496/2.2.2007 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών (Φ.Ε.Κ. 66/22.2.2007, Τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων) τροποποιήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου * με χαρακτηρισμό της οδού Σεμέλης ως πεζόδρομου. Στο μεταξύ όμως, είχαν ασκηθεί αιτήσεις ακυρώσεως και αίτηση αναστολής κατά της ανωτέρω τροποποίησης της υψομετρικής μελέτης και της επ’ αυτής ερειδόμενης οικοδομικής άδειας από περίοικους. Με την 153/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών ανεστάλη η παραπάνω οικοδομική άδεια και διακόπηκαν οι οικοδομικές εργασίας, με τις 2057/2009 και 2058/2009 αποφάσεις του ίδιου Δικαστηρίου ακυρώθηκε η 592/20-10-2000 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου *, λόγω πλημμελούς αιτιολογίας και ασυμβατότητας με το ρυμοτομικό σχέδιο του εν λόγω Δήμου, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσής της, και με την 2128/2009 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου ακυρώθηκε η πιο πάνω οικοδομική άδεια και η πράξη αναθεώρησής της, διότι απώλεσαν το νόμιμο έρεισμά τους. Κατόπιν τούτων, στις 25.10.2010 οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν την με αριθμό πρωτοκόλλου του Δήμου * 2871/25.10.2010 αίτηση προς τον αναιρεσίβλητο Δήμο *, με την οποία ζήτησαν να ενημερωθούν για τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσουν, ώστε να επιλυθεί το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Ο αναιρεσίβλητος Δήμος * διαβίβασε την αίτηση αυτή προς την Περιφέρεια Αττικής με το 3465/2.12.2010 έγγραφό του. Στις 21.3.2011 η Περιφέρεια Αττικής με το ΠΕ.ΧΩ.Φ5049/9708/2010 έγγραφό της απάντησε ότι θα έπρεπε να εκδοθεί νέα οικοδομική άδεια με νομιμοποίηση του ήδη ανεγερθέντος τμήματος του κτιρίου. Στη συνέχεια, στις 5.7.2011 διενεργήθηκε από το Τμήμα Ελέγχου Κατασκευών του αναιρεσίβλητου Δήμου * αυτοψία στο οικόπεδο των αναιρεσειόντων και διαπιστώθηκε ότι είχε, ήδη, ξεκινήσει η ανέγερση της οικοδομής και είχε φτάσει στο στάδιο σκυροδέτησης της πλάκας οροφής του 1ου ορόφου, η αξία δε του κτίσματος προσδιορίστηκε σε 82.950 ευρώ . Κατά της σχετικής συνταχθείσης με αριθμό 5/2011 έκθεση αυτοψίας της υπαλλήλου της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Δήμου * οι αναιρεσείοντες άσκησαν την με αριθμό πρωτοκόλλου του Δήμου *1916/28.7.2011 ένσταση ενώπιον της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του αναιρεσίβλητου Δήμου*, η οποία απορρίφθηκε με την 85/6.2.2012 απόφαση της εν λόγω αρχής. Ακολούθως, επιβλήθηκαν σε βάρος των αναιρεσειόντων πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησης αυθαίρετων κατασκευών, ανερχόμενα συνολικά, μέχρι και το έτος 2013, στο ποσό των 202.731,53 ευρώ. Επιπλέον, ο σχετικός φάκελος διαβιβάστηκε από τον Δήμο* στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και ο δεύτερος και η τρίτη αναιρεσείοντες δικάστηκαν για το αδίκημα της κατασκευής αυθαίρετου κτίσματος και κρίθηκαν αθώοι με την 97444/2017 απόφαση του Α΄ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Στις 7.2.2012 οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν αίτηση ένταξης του κτίσματος στις διατάξεις του ν. 4014/2011 και ζήτησαν από τον αναιρεσίβλητο Δήμο * την έκδοση νέας άδειας και τη διαγραφή των επιβληθέντων προστίμων. Στις 23.12.2013 εκδόθηκε από την Υπηρεσία Πολεοδομίας του εν λόγω Δήμου στο όνομα των αναιρεσειόντων η 39/2013 άδεια οικοδομής, με την οποία νομιμοποιήθηκε η υπάρχουσα τριώροφη οικοδομή με υπόγειο και χορηγήθηκε άδεια για επέκταση του υπογείου και προσθήκη πέντε ορόφων. Στη συνέχεια, οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν επανειλημμένες αιτήσεις, σχετικά με τη διαγραφή των σε βάρος τους επιβληθέντων προστίμων. Στις 27.1.2014 το κτίσμα υπήχθη στις διατάξεις του ν. 4178/ 2013 και στις 11.4.2014 οι αναιρεσείοντες υπέβαλαν εκ νέου αιτήσεις για τη διαγραφή των προστίμων, η οποία έγινε τελικώς δεκτή με την 512/18-12-2014 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του αναιρεσίβλητου Δήμου *. Τέλος, ο Δήμος * ζήτησε από τη Δ.Ο.Υ. Κατοίκων Εξωτερικού και από τη Δ.Ο.Υ. ΙΒ΄ Αθηνών την άρση της δέσμευσης χορήγησης φορολογικής ενημερότητας με τα * σχετικά έγγραφά του. Στο μεταξύ, ενώ εκκρεμούσαν οι σχετικές αιτήσεις ακυρώσεως των περιοίκων, διενεργήθηκε τροποποίηση του ανωτέρω ρυμοτομικού σχεδίου με πεζοδρόμηση της οδού Σεμέλης, δυνάμει της από 2.2.2007 απόφασης του Νομάρχη Αθηνών του έτους 2007 (Φ.Ε.Κ. 66/22.2.2007, Τεύχος Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων και Πολεοδομικών Θεμάτων). Η απόφαση, όμως, αυτή του Νομάρχη ακυρώθηκε, στη συνέχεια, με την 2614/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την αιτιολογία ότι η παραπάνω τροποποίηση έπρεπε να έχει περιβληθεί τον τύπο του προεδρικού διατάγματος. Κατόπιν τούτων, με την από 18.11.2014 αγωγή τους ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημα της οποίας μετέτρεψαν παραδεκτώς σε εντόκως αναγνωριστικό, και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά τους, οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι από το έτος 2000 ο πρώτος εξ αυτών μαζί με την αποβιώσασα αδελφή του είχαν ξεκινήσει συνεννοήσεις με τον αναιρεσίβλητο Δήμο *, προκειμένου να τους χορηγηθεί οικοδομική άδεια. Προς τον σκοπό αυτό, συμφώνησαν να επιβαρυνθούν με τα έξοδα εκπόνησης της απαραίτητης τροποποίησης της υψομετρικής μελέτης, αλλά και με τη δαπάνη διαμόρφωσης της οδού Σεμέλης, σύμφωνα με τις υποδείξεις του εν λόγω Δήμου. Ωστόσο, ο αναιρεσίβλητος Δήμος * παρέλειψε να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνταν, ώστε η παραπάνω τροποποίηση να γίνει με τη νόμιμη διαδικασία, με συνέπεια την ανάκληση της οικοδομικής άδειας σε χρόνο κατά τον οποίο οι οικοδομικές εργασίες είχαν, ήδη, ξεκινήσει και είχε, πλέον, ολοκληρωθεί τμήμα της προαναφερθείσας οικοδομής. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παράνομη επιβολή προστίμων αυθαίρετης κατασκευής σε βάρος τους. Οι αναιρεσείοντες δε, όπως υποστήριξαν, αναγκάστηκαν να υπαγάγουν το τμήμα της οικοδομής που είχε ανεγερθεί στις διατάξεις του ν. 4014/2011, καθώς και του ν. 4178/2013, και να υποβάλουν νέο φάκελο στην αρμόδια υπηρεσία του αναιρεσίβλητου Δήμου *, προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση νέας οικοδομικής άδειας. Μετά την έκδοση της 39/2013 άδειας οικοδομής, ακολούθησε κατάθεση από τους περίοικους νέας αιτήσεως ακυρώσεως, συνεπεία της οποίας ακυρώθηκε η προαναφερόμενη * απόφαση του Νομάρχη Αθηνών περί τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου της περιοχής, λόγω έκδοσής της από αναρμόδιο όργανο. Για τους λόγους αυτούς, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από τις παράνομες, όπως υποστήριξαν, ενέργειες των οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου *, την οποία ανέλυσαν ως εξής: Α. Θετική ζημία, συνιστάμενη σε αμοιβές μηχανικών και λοιπές δαπάνες για την υποβολή φακέλου για την έκδοση νέας οικοδομικής άδειας, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 107.780,97 ευρώ, από το οποίο: i. ποσό 45.543,13 ευρώ αντιστοιχούσε στην αμοιβή του πρώτου από αυτούς, πολιτικού μηχανικού, όπως αυτή υπολογίστηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, ii. ποσό 1.971,36 ευρώ αντιστοιχούσε στο φόρο δωρεάς που ο πρώτος αναιρεσείων κατέβαλε για τη δωρεά στην οποία προέβη προς τον δεύτερο από τους αναιρεσείοντες, υιό του, προκειμένου ο τελευταίος να δικαιολογήσει το ύψος της αμοιβής που τεκμαρτά επιβαρύνθηκε, iii. ποσό 1.765,81 ευρώ αντιστοιχούσε στο φόρο δωρεάς που ο πρώτος αναιρεσείων κατέβαλε για τη δωρεά στην οποία προέβη προς την τρίτη αναιρεσείουσα, κόρη του, προκειμένου η τελευταία να δικαιολογήσει το ύψος της αμοιβής που τεκμαρτά επιβαρύνθηκε, iv. ποσό 6.494,40 ευρώ αντιστοιχούσε στην αμοιβή αρχιτέκτονα μηχανικού για την αρχιτεκτονική μελέτη της οικοδομής (σχετική η 1/30.12.2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του* v. συνολικό ποσό 20.130,37 ευρώ αντιστοιχούσε στην αμοιβή της εταιρείας πολιτικών μηχανικών *vi. συνολικό ποσό 24.600 ευρώ αντιστοιχούσε στην αμοιβή ηλεκτρολόγου μηχανικού, vii. συνολικό ποσό 401,64 ευρώ αντιστοιχούσε σε εισφορά ΚΗ΄ Ψηφίσματος για την έκδοση οικοδομικής άδειας, πλέον λοιπών συμβεβαιούμενων ποσών, viii. ποσό 1.042,71 ευρώ αντιστοιχούσε σε εισφορά υπέρ του αναιρεσίβλητου Δήμου * για το έργο επέκταση υπογείου και προσθήκη πέντε ορόφων στην οδό Νυμφαίου και Σεμέλης, ix. ποσό 486,13 ευρώ αντιστοιχούσε σε έξοδα για έκδοση οικοδομικής άδειας, x. ποσό 1.263,36 ευρώ αντιστοιχούσε σε εισφορά υπέρ του αναιρεσίβλητου Δήμου * για το έργο νομιμοποίησης τριώροφης οικοδομής με υπόγειο και επέκταση υπογείου και προσθήκη 5 ορόφων, xi. ποσό 2.008,27 ευρώ αντιστοιχούσε σε εισφορά υπέρ Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., xii. ποσό 2.074 ευρώ αντιστοιχούσε σε εισφορές υπέρ Ι.Κ.Α. για οικοδομικοτεχνικές εργασίες. Β. Θετική ζημία από τη δαπάνη που απαιτήθηκε για την αγορά δύο επιπλέον θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων, αφού στην αρχική οικοδομική άδεια προβλέπονταν έξι θέσεις στάθμευσης, ενώ στη νεότερη άδεια, λόγω της εφαρμογής των διατάξεων του π. δ/τος 111/2004, απαιτούνταν επιπλέον τέσσερις θέσεις στάθμευσης. Προκειμένου δε να ικανοποιηθεί η απαίτηση αυτή, οι αναιρεσείοντες προέβησαν σε επέκταση του υπογείου που είχε, ήδη, κατασκευασθεί, ώστε να υφίστανται σε αυτό οκτώ θέσεις στάθμευσης, περαιτέρω δε η τρίτη εξ αυτών αγόρασε δύο επιπλέον θέσεις σε οικοδομή εντός των ορίων του αναιρεσίβλητου Δήμου * και, συγκεκριμένα, στο Ο.Τ. 199, επί των οδών Κασπίας αρ. 4 και Σιδώνος, με αποτέλεσμα να προκύψει επιπλέον επιβάρυνση, συνολικού ύψους 6.245,34 ευρώ Γ. Θετική ζημία, ύψους 2.000 ευρώ, που απαιτήθηκε για τη νομιμοποίηση της οικοδομής, λόγω του χαρακτηρισμού της ως αυθαίρετης, μετά την ακύρωση της με αριθμό 58/2004 οικοδομικής άδειας. Δ. Θετική ζημία, συνολικού ύψους 19.354,50 ευρώ, ως αμοιβή δικηγόρου για τη νομική συνδρομή που απαιτήθηκε για την αντίκρουση των αιτήσεων ακυρώσεως που ασκήθηκαν και για λοιπές νομικές συμβουλές. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν αποθετική ζημία ως εξής: α) Από την απώλεια μισθωμάτων που θα εισέπρατταν από τη μίσθωση των διαμερισμάτων της παραπάνω οικοδομής, αν δεν είχε μεσολαβήσει η διακοπή των εργασιών ανέγερσής της, λόγω της έκδοσης παράνομης οικοδομικής άδειας. Τη ζημία αυτή οι αναιρεσείοντες υπολόγισαν στο συνολικό ποσό των 580.948,16 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στα μισθώματα που απώλεσαν κατά την περίοδο από 1.1.2009 έως 31.10.2014, επιμεριζόμενη, όσον αφορά τον πρώτο εξ αυτών, στο ποσό των 314.751,52 ευρώ, όσον αφορά το δεύτερο εξ αυτών, στο ποσό των 159.089,90 ευρώ και, όσον αφορά την τρίτη εξ αυτών, στο ποσό των 107.106,74 ευρώ. Προς απόδειξη του ύψους της εν λόγω ζημίας, οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν έκθεση της εταιρείας εκτίμησης ακινήτων *, η οποία συντάχθηκε το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2012. β) Από το ποσό των τόκων στεγαστικού δανείου που συνήψε ο πρώτος το έτος 2006 με την τράπεζα ING BELGIQUE SA, προκειμένου η τελευταία να χρηματοδοτήσει την ανέγερση της οικοδομής. Το ποσό του δανείου ανερχόταν σε 500.000 ευρώ και των τόκων σε 91.151,96 ευρώ. Εξαιτίας, όμως, των παράνομων πράξεων του αναιρεσίβλητου Δήμου *, ο πρώτος αναιρεσείων δεν μπόρεσε να διοχετεύσει το ανωτέρω δάνειο στην αποπεράτωση της οικοδομής, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται με καταβολή τόκων για μία δανειακή σύμβαση από την οποία δεν είχε καμία ωφέλεια. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού, προσκομίστηκε επιστολή με ημερομηνία 3.2.2006 της τράπεζας * σχετικά με την αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος για χορήγηση ενυπόθηκης πίστωσης και κατάσταση με υπολογισμό των τόκων για την προβλεπόμενη διάρκεια του δανείου. γ) Από τις εργασίες ενίσχυσης του σκελετού της οικοδομής, η αναγκαιότητα των οποίων προέκυψε, λόγω της διακοπής των εργασιών μετά την ακύρωση της αρχικής οικοδομικής άδειας. Συγκεκριμένα, κατά το χρόνο έκδοσης της νέας 39/2013 οικοδομικής άδειας ίσχυαν, πλέον, άλλες διατάξεις του Γ.Ο.Κ., με αποτέλεσμα οι αναιρεσείοντες να πρέπει να προχωρήσουν σε ενίσχυση του οπλισμού του, ήδη, ανεγερθέντος τμήματος της οικοδομής. Οι εργασίες αυτές, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 30.950 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., δηλαδή, συνολικώς, στο ποσό των 38.068,50 ευρώ. Το ποσό αυτό ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την προαναφερθείσα αγωγή τους, επιμεριζόμενο αναλόγως με το ποσοστό συνιδιοκτησίας τους, δηλαδή ο πρώτος αυτών ζήτησε το ποσό των 19.034,25 ευρώ, ο δεύτερος το ποσό των 11.268,28 ευρώ και η τρίτη το ποσό των 7.969,98 ευρώ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών τους αυτών, προσκόμισαν την από 21.2.2014 προσφορά της τεχνικής εταιρείας * Τέλος, κάθε ένας από τους αναιρεσείοντες ζήτησε την καταβολή του ποσού των 25.000 ευρώ, ως αποκατάσταση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, εξαιτίας του άγχους και της αγωνίας που τους προκάλεσε η παράνομη συμπεριφορά των αρμόδιων οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου *, η οποία είχε ως συνέπεια να εμπλακούν σε δικαστικούς αγώνες και να υποστούν την επιβολή προστίμων, αν και ενήργησαν καθ’ όλα νομίμως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι η τήρηση των κανόνων που προβλέπονται στις διατάξεις της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων και περί του τρόπου και της διαδικασίας έκδοσης οικοδομικών αδειών εντάσσεται στη σφαίρα ευθύνης των αρμόδιων πολεοδομικών υπηρεσιών, οι οποίες οφείλουν να βεβαιώνουν ότι τηρούνται οι εφαρμοστέες γενικές και ειδικές πολεοδομικές διατάξεις, έκρινε ότι τα όργανα του αναιρεσίβλητου Δήμου * όφειλαν να διασφαλίσουν τη νομότυπη τροποποίηση της υψομετρικής μελέτης της οδού Σεμέλης, η οποία αποτελούσε προϋπόθεση για την έκδοση της 58/2004 οικοδομικής άδειας, και, ως εκ τούτου, η ευθύνη για την παράνομη έκδοση της εν λόγω οικοδομικής άδειας βάρυνε αποκλειστικά τα όργανα του αναιρεσίβλητου Δήμου *, τα οποία εκτέλεσαν πλημμελώς τα καθήκοντά τους. Συνεπώς, κατά την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, για τον παραπάνω λόγο και, περαιτέρω, λόγω της έκδοσης της μετέπειτα ακυρωθείσας με αριθμό 39/2013 άδειας, στο κύρος της οποίας οι αναιρεσείοντες ανυπαιτίως πίστεψαν, στοιχειοθετούνταν αποζημιωτική ευθύνη του αναιρεσίβλητου Δήμου *. Επιπλέον, ως προς το ύψος της ζημίας των αναιρεσειόντων που ο αναιρεσίβλητος Δήμος * όφειλε να αποκαταστήσει, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων, σχετικά με την επέκταση του υπογείου και την αύξηση των προβλεπόμενων θέσεων στάθμευσης, ήταν αναπόδεικτοι, για το λόγο ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προέκυπτε ότι ο αναιρεσίβλητος Δήμος
* τους υποχρέωσε να προβούν στις ενέργειες αυτές, ούτε, άλλωστε, στις προσκομισθείσες οικοδομικές άδειες, αρχική και μεταγενέστερη, αναγράφεται ο αριθμός των απαιτούμενων θέσεων στάθμευσης. Ως εκ τούτου, απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων, σχετικά με το ποσό των 6.245,34 ευρώ, το οποίο απαιτήθηκε για την αγορά επιπλέον θέσεων στάθμευσης. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι δεν νοείται αποζημίωση για το κέρδος που θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη (θετικό διαφέρον), απέρριψε το αίτημα της προαναφερθείσης αγωγής για την καταβολή ποσού 580.948,16 ευρώ, λόγω της απώλειας μισθωμάτων. Επίσης, απέρριψε το αίτημα περί καταβολής του αιτηθέντος με την ίδια αγωγή ποσού των 38.068,50 ευρώ, το οποίο αφορούσε εργασίες ενίσχυσης του σκελετού της οικοδομής, καθώς και του ποσού των τόκων του στεγαστικού δανείου, ύψους 91.151,96 ευρώ, προεχόντως, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η καταβολή τους, δεδομένου ότι προσκομίστηκε για το μεν πρώτο μόνο προσφορά της τεχνικής εταιρείας * για το δε δεύτερο μόνο η από 3.2.2006 πρόταση της τράπεζας *. Ακόμη, απορρίφθηκε το αίτημα για καταβολή του ποσού των 45.543,13 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αμοιβή του πρώτου αναιρεσείοντος, ως πολιτικού μηχανικού, διότι από τα προσκομισθέντα σχετικώς με το αίτημα αυτό έγγραφα προέκυψε ότι αυτά αφορούσαν αμοιβή για επέκταση υπογείου και προσθήκη πέντε ορόφων, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι καταβλήθηκε δεύτερη φορά και ότι, επομένως, θα είχε καταβληθεί, ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου *, ενώ, για τον ίδιο λόγο, κρίθηκε απορριπτέο και το αίτημα για καταβολή των ποσών, ύψους 1.971,36 ευρώ, 1.765,81 ευρώ και 6.494,40 ευρώ, τα δύο πρώτα από τα οποία αντιστοιχούσαν σε φόρο δωρεάς για την κάλυψη του τεκμηρίου δαπάνης, το δε τρίτο σε αμοιβή αρχιτέκτονα μηχανικού για σύνταξη αρχιτεκτονικής μελέτης, ενώ η καταβολή της εισφοράς υπέρ Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., ύψους 2.008,27 ευρώ, δεν προέκυψε, κατά την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι συνδεόταν με τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Τέλος, απορρίφθηκε το αίτημα της προαναφερθείσης αγωγής για καταβολή του ποσού των 2.074 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, καταβλήθηκε από αυτούς προς το Ι.Κ.Α., προεχόντως, διότι ο αριθμός 2.074 δεν αφορούσε ποσό, αλλά ημέρες εργασίας επί των οποίων θα έπρεπε να καταβληθούν οι αναλογούσες εισφορές. Αντιθέτως, με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτό το αίτημα των αναιρεσειόντων για καταβολή ποσών ύψους 20.130,37 ευρώ, 24.600 ευρώ, 401,64 ευρώ, 1.042,71 ευρώ, 486,13 ευρώ, 1.263,36 ευρώ, 2.000 ευρώ και 19.354,50 ευρώ, αντίστοιχα, τα οποία έπρεπε να επιμερισθούν ως εξής μεταξύ τους: 1) από το συνολικό ποσό των 20.130,37 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αμοιβή της εταιρείας πολιτικών μηχανικών * για την τροποποίηση της αρχιτεκτονικής μελέτης και την υποβολή του οικείου φακέλου στην Πολεοδομία, βάσει των προσκομισθεισών αποδείξεων, ποσό 10.065,19 ευρώ δικαιούνταν ο πρώτος αναιρεσείων και από 5.032,59 ευρώ έκαστος από τους δεύτερο και τρίτη αναιρεσείοντες, 2) από το συνολικό ποσό των 24.600 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στην αμοιβή ηλεκτρολόγου μηχανικού για τη μελέτη για νομιμοποίηση τριώροφης οικοδομής με υπόγειο, βάσει των προσκομισθεισών αποδείξεων, ποσό 12.300 ευρώ δικαιούνταν ο πρώτος αναιρεσείων και από 6.150 έκαστος από τους δεύτερο και τρίτη αναιρεσείοντες, 3) τα ποσά των 401,64 ευρώ, 1.042,71 ευρώ 486,13 ευρώ και 1.263,36 ευρώ, τα οποία αντιστοιχούσαν σε εισφορές και λοιπά έξοδα για την έκδοση νέας άδειας και τη νομιμοποίηση του υπάρχοντος κτίσματος δικαιούνταν να λάβει ο πρώτος αναιρεσείων, αφού από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά προκύπτει ότι αυτός τα κατέβαλε, 4) το ποσό των 2.000 ευρώ που απαιτήθηκε για την ένταξη του κτίσματος στο ν. 4014/2011 δικαιούνταν να λάβουν εξ ημισείας ο δεύτερος και η τρίτη των αναιρεσειόντων, οι οποίοι αναγράφονταν ως ιδιοκτήτες στη σχετική δήλωση, και 5) από το συνολικό ποσό των 19.354,50 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε αμοιβή δικηγόρου, βάσει των προσκομισθεισών αποδείξεων, ποσό 6.200,50 ευρώ δικαιούνταν ο πρώτος αναιρεσείων, ποσό 5.509,50 ευρώ δικαιούνταν ο δεύτερος αναιρεσείων και ποσό 7.644,50 ευρώ δικαιούνταν η τρίτη αναιρεσείουσα. Τέλος, ως προς το ποσό που οι αναιρεσείοντες ζήτησαν για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη την ένταση της ψυχικής ταλαιπωρίας και στενοχώριας που υπέστησαν, η οποία, κατά την κρίση του, δεν απέρρεε απλώς από τη ματαίωση της πεποίθησης ότι κατείχαν νόμιμη άδεια και τη μακρόχρονη καθυστέρηση στην εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών, αλλά σε σημαντικότερο βαθμό από τη σε βάρος τους επιβολή βαρύτατων προστίμων, την αδυναμία τους να λάβουν πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας και την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους με την κατηγορία της κατασκευής και διατήρησης αυθαίρετης κατασκευής, ταλαιπωρία η οποία διήρκησε για χρονικό διάστημα πέραν των 11 ετών, αφού άρχισε κατά το 2006, όταν ανεστάλησαν οι οικοδομικές εργασίες και τελείωσε με την αθώωσή τους από το ποινικό δικαστήριο το έτος 2017, έκρινε ότι κάθε ένας από τους αναιρεσείοντες δικαιούνταν να λάβει το ποσό των 20.000, ως αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την 13915/2019 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δήμου * να καταβάλει στον πρώτο αναιρεσείοντα το συνολικό ποσό των 51.759,53 ευρώ (10.065,19 + 12.300 + 401,64 + 1.042,71 + 486,13 + 1.263,36 + 6.200,50 + 20.000), στον δεύτερο αναιρεσείοντα το συνολικό ποσό των 37.692,09 ευρώ (5.032,59 + 6.150 + 1.000 + 5.509,50 + 20.000) και στην τρίτη αναιρεσείουσα το συνολικό ποσό των 39.827,09 ευρώ (5.032,59 + 6.150 + 1.000 + 7.644,50 + 20.000), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την εξόφληση. Κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, οι οποίες απορρίφθηκαν με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες με την έφεσή τους αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζήτησαν τη μεταρρύθμισή της, κατά το μέρος της με το οποίο δεν έγινε δεκτή η αγωγή τους. Ειδικότερα, προέβαλαν, καταρχάς, ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων και κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί τους, σχετικά με την επέκταση του υπογείου και την αύξηση των προβλεπόμενων θέσεων στάθμευσης, ήταν αναπόδεικτοι. Ο λόγος αυτός εφέσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι, όπως έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο, δεν προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας η υποχρέωση των αναιρεσειόντων να προβούν στην αγορά επιπλέον θέσεων στάθμευσης και, μάλιστα, σε γειτονικά ακίνητα, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι τέθηκε σχετικό θέμα από τα όργανα του αναιρεσίβλητου Δήμου *ούτε στις εκδοθείσες οικοδομικές άδειας υπάρχει αναφορά στον αριθμό των θέσεων στάθμευσης που επιβάλλεται να εξασφαλισθούν, ώστε να καταστεί δυνατή η εξέλιξη των εργασιών της οικοδομής των εν λόγω προσώπων. Περαιτέρω, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση το αίτημά τους για την αποζημίωσή τους με το ποσό που θα αποκόμιζαν από την απώλεια μισθωμάτων. Ο λόγος αυτός εφέσεως απορρίφθηκε από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ως αβάσιμος, με τη σκέψη ότι, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ στην περίπτωση της έκδοσης ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξης, παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσής της, στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση δεν εκτείνεται στην αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή στην αποζημίωση για το κέρδος που θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη. Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ότι εσφαλμένα κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ότι δεν δικαιούνταν αποζημίωση με το ποσό των 38.068,50 ευρώ, που αφορούσε εργασίες ενίσχυσης του σκελετού της οικοδομής, καθώς και με το ποσό των 91.151,96 ευρώ, που αντιστοιχούσε στους τόκους του στεγαστικού δανείου που έλαβε ο πρώτος από αυτούς από την τράπεζα ING BELGIQUE SA, διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η καταβολή τους, αφού προσκομίστηκε, για το μεν πρώτο, μόνο προσφορά της τεχνικής εταιρείας * και, για το δεύτερο, μόνο η από 3-2-2006 πρόταση της τράπεζας ING * Και τούτο, διότι, όπως υποστήριξαν, ανεξαρτήτως του ότι δεν κατέβαλαν το ανωτέρω ποσό για τις εργασίες ενίσχυσης του σκελετού της οικοδομής, υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου * και του ποσού που απαιτούνταν για εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, αφού ήταν υποχρεωμένοι να προβούν σε εργασίες ενίσχυσης του οπλισμού του, ήδη, ανεγερθέντος τμήματος της οικοδομής τους, σύμφωνα με το οικείο νομοθετικό καθεστώς, όπως αυτό τροποποιήθηκε μετά την έκδοση της αρχικής οικοδομικής άδειας. Όσον αφορά δε το ποσό των τόκων του στεγαστικού δανείου με τους οποίους επιβαρύνθηκε ο πρώτος από αυτούς, προσκόμισαν στο πρωτόδικο δικαστήριο τον πίνακα εξόφλησης του εν λόγω δανείου με πιστή μετάφραση από τη γαλλική στην ελληνική γλώσσα, στον οποίο περιλαμβάνεται αναλυτική κατάσταση των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που καταβλήθηκαν στο σύνολό τους, κατά το χρονικό διάστημα από τις 30.9.2007 έως 30.8.2017. Ο λόγος αυτός εφέσεως, καθόσον αφορά τις εργασίες ενίσχυσης του σκελετού της οικοδομής, απορρίφθηκε από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ως αβάσιμος, με τη σκέψη ότι, ανεξαρτήτως του ότι εσφαλμένα επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ παράνομης ενέργειας των αρμόδιων οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου * και μελλοντικής και αβέβαιης χρηματικής ζημίας τους, μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας περιλαμβάνεται,πάντως, μόνο προσφορά της τεχνικής εταιρείας * όσον αφορά τις εργασίες ενίσχυσης του σκελετού της οικοδομής, και, συνεπώς, δεν είναι δυνατή η απόδοση του αναλογούντος στις εργασίες αυτές μη καταβληθέντος ποσού στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι, μάλιστα, επιβεβαιώνουν με την έφεσή τους, όπως προαναφέρθηκε, τη μη καταβολή εκ μέρους τους του εν λόγω ποσού. Περαιτέρω, ως αβάσιμος απορρίφθηκε ο παραπάνω λόγος της έφεσης και κατά το μέρος που αφορά το προαναφερθέν ποσό των τόκων του στεγαστικού δανείου, με τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, επιβαρύνθηκε ο πρώτος από αυτούς, με την σκέψη ότι μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας περιλαμβάνεται, αφενός, το έγγραφο της επιχείρησης ΑΒΑ ΕΡΜΗΣ που αφορά πιστή μετάφραση από τη γαλλική στην ελληνική γλώσσα της από 3.2.2006 πρότασης της τράπεζας ING BELGIQUE SA προς τον πρώτο των αναιρεσειόντων, σχετικά με τους όρους χορήγησης ενυπόθηκης πίστωσης, και, αφετέρου, έγγραφο της ίδια επιχείρησης που αφορά πιστή μετάφραση από τη γαλλική στην ελληνική γλώσσα και φέρει στο άνω δεξιό τμήμα του τη φράση «πίνακας εξόφλησης του δανείου» και παρακάτω τη φράση «ύψος της πίστωσης 500.000 ευρώ», αποτελούμενο από τρεις σελίδες, στις δύο πρώτες από τις οποίες αναφέρονται σε στήλες αριθμοί, ημεροχρονολογίες και ποσά που αφορούν ενυπόθηκη πίστωση χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις, ενώ στην τρίτη σελίδα αναφέρεται ότι οι δύο πρώτες προσαρτώνται σε πράξη ανοίγματος πίστωσης που χορηγήθηκε στον πρώτο των αναιρεσειόντων και στο κάτω τμήμα της φέρει τα στοιχεία * Ο εκπρόσωπος της τράπεζας» και «Ο δανειολήπτης», χωρίς υπογραφές. Το τελευταίο αυτό, όμως, έγγραφο δεν αποτελεί, πάντοτε κατά το δικάσαν διοικητικό εφετείο, επαρκές αποδεικτικό στοιχείο για τη στήριξη του προαναφερθέντος αιτήματος των αναιρεσειόντων, αφού σε αυτό δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία της σύμβασης που τυχόν συνήφθη μεταξύ του πρώτου των αναιρεσειόντων και της προαναφερθείσης τράπεζας και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατή η συναγωγή του συμπεράσματος ότι πρόκειται για το στεγαστικό δάνειο που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες και τους τόκους που καταβλήθηκαν για την εξόφλησή του. Ακόμη, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ότι, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, απορρίφθηκε με την πρωτόδικη απόφαση το αίτημά τους για καταβολή του ποσού των 45.543,13 ευρώ, που αντιστοιχούσε στην αμοιβή του πρώτου αναιρεσείοντος, ως πολιτικού μηχανικού, για τη σύνταξη και υποβολή αρχιτεκτονικών και στατικών μελετών, οι οποίες συνυποβλήθηκαν με το σύνολο των λοιπών απαραίτητων εγγράφων στην αρμόδια υπηρεσία του αναιρεσίβλητου Δήμου* (Πολεοδομία). Και τούτο, διότι, μετά την ακύρωση με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών της αρχικής οικοδομικής άδειας που χορηγήθηκε στον πιο πάνω αναιρεσείοντα και στην αδελφή του, δυνάμει της οποίας ανεγέρθηκαν οι τρεις πρώτοι όροφοι της οικοδομής τους, αναγκάστηκαν να υποβάλουν νέο φάκελο με όλα τα απαραίτητα έγγραφα στην Πολεοδομία, προκειμένου να εκδοθεί νέα άδεια για τη συνέχιση των εργασιών ολοκλήρωσης της εν λόγω οικοδομής, στον οποίο περιλήφθηκαν και οι προαναφερθείσες μελέτες του πρώτου από αυτούς. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο και τον λόγο αυτό εφέσεως, με τη σκέψη ότι μεταξύ των στοιχείων της δικογραφίας περιλαμβάνονται, σχετικά με το αίτημα αυτό, έγγραφα που αφορούν συγκεντρωτικούς και αναλυτικούς πίνακες αμοιβών μηχανικών για επέκταση υπογείου και προσθήκη πέντε ορόφων της προαναφερθείσας οικοδομής, χωρίς, όμως, να προκύπτει από τα έγγραφα αυτά ότι η εν λόγω συνολική αμοιβή, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, αντιστοιχούσε στις μελέτες που συνέταξε ο πρώτος αυτών, καταβλήθηκε για δεύτερη φορά κατά την υποβολή του φακέλου για έκδοση νέας οικοδομικής άδειας και ότι, επομένως, θα είχε καταβληθεί, ακόμη και στην περίπτωση που δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου * Επίσης, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα αιτήματά τους για καταβολή ποσών, ύψους 1.971,36 ευρώ, 1.765,81 ευρώ και 6.494,40 ευρώ, τα δύο πρώτα από τα οποία αφορούσαν φόρο δωρεάς για την κάλυψη του τεκμηρίου δαπάνης, το δε τρίτο αμοιβή αρχιτέκτονα μηχανικού για σύνταξη αρχιτεκτονικής μελέτης, καθώς και το αίτημά τους για την αποζημίωσή τους με το ποσό της καταβολής της εισφοράς υπέρ Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., ύψους 2.008,27 ευρώ, ως αναπόδεικτα, αφού προσκόμισαν τα αντίστοιχα αποδεικτικά καταβολής των ανωτέρω ποσών, ενώ, όσον αφορά το ποσό της εισφοράς υπέρ Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν συνέδεσε την εν λόγω δαπάνη τους με τον προσκομισθέντα συγκεντρωτικό πίνακα αμοιβών του πρώτου από αυτούς, στις οποίες περιλαμβανόταν και η παραπάνω εισφορά. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε και τον λόγο αυτό εφέσεως, με την σκέψη ότι περιλαμβάνονται μεν μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας δύο έγγραφα (διπλότυπα είσπραξης τύπου - Α) της Δ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, σχετικά με την καταβολή ποσών 1.971,36 ευρώ και 1.765,81 ευρώ στις 9.12.2013 από το Βασίλειο Παπαδόπουλο και από τη Βιργινία Παπαδοπούλου, αντίστοιχα, καθώς και απόδειξη παροχής υπηρεσιών, εκδοθείσα από τον αρχιτέκτονα μηχανικό Jamie Peel στις 30.12.2011 για το ποσό των 6.494,40 ευρώ που εισέπραξε από το Βασίλειο Παπαδόπουλο, το οποίο αντιστοιχούσε στην αμοιβή του για την αρχιτεκτονική μελέτη οικοδομής στις οδούς Νυμφαίου και Σεμέλης. Από τα τρία, όμως, ανωτέρω έγγραφα που αφορούν τον φόρο δωρεάς και την αμοιβή αρχιτέκτονα μηχανικού για σύνταξη αρχιτεκτονικής μελέτης δεν προέκυψε, πάντοτε κατά το δικάσαν διοικητικό εφετείο, ότι τα ποσά αυτά δεν θα καταβάλλονταν, αν δεν είχε μεσολαβήσει η παρανομία των οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου *, ενώ, όσον αφορά το ποσό της εισφοράς υπέρ Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι δεν αποδείχθηκε από το έγγραφο του προαναφερθέντος συγκεντρωτικού πίνακα η σύνδεσή του με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης υπόθεσης.

 

7. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε στις 20.9.2021 και συνεπώς, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010. έχει δε χρηματικό αντικείμενο το οποίο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ για καθέναν από τους αναιρεσείοντες. Ως εκ τούτου, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 4, για το παραδεκτό της άσκησης της κρινόμενης αίτησης απαιτείται η επίκληση και η τεκμηρίωση εκ μέρους των αναιρεσειόντων με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται με λόγους αναιρέσεως ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των κείμενων διατάξεων, πλημμελή αιτιολογία και κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δεν επιδίκασε, απορρίπτοντας ως αβάσιμους τους σχετικούς λόγους εφέσεως, τα ακόλουθα κονδύλια που είχαν ζητηθεί με την αγωγή : α) ποσό ύψους 6.245,34 ευρώ που δαπάνησε η τρίτη αναιρεσείουσα για αγορά στεγασμένων θέσεων στάθμευσης σε παρακείμενες πολυκατοικίας, β) ποσό ύψους 38.068,50 ευρώ που δαπάνησαν οι αναιρεσείοντες για εργασίες ενίσχυσης του σκελετού της οικοδομής τους, γ) ποσό ύψους 45.543,13 ευρώ που όφειλε να λάβει ο πρώτος αναιρεσείων, για τη σύνταξη και υποβολή στις αρμόδιες υπηρεσίες αρχιτεκτονικών και στατικών μελετών, υπό την ιδιότητά του ως πολιτικού μηχανικού και δ) ποσό ύψους 6.494,40 ευρώ κατέβαλαν οι αναιρεσείοντες ως αμοιβή στον αρχιτέκτονα μηχανικό Jamie Peel. Προς θεμελίωση όμως του παραδεκτού των λόγων αυτών αναιρέσεως δεν προβάλλεται κανένας ειδικός και συγκεκριμένος ισχυρισμός με το εκτεθέν στην σκέψη 4 περιεχόμενο, δεν δύναται δε να θεωρηθεί ως τέτοιος ή όλως αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης περί του ότι « οι λόγοι της αναίρεσής μας δεν έρχονται σε αντίθεση με τη νομολογία του Δικαστηρίου Σας, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρ. 53 παρ. 3 του Π.Δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αντιθέτως επικαλούμαστε νομολογία του Σ.τ.Ε. που εφαρμόζεται ad hoc στην υπό κρίσιν υπόθεση».

 

8. Επειδή, περαιτέρω, με άλλο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι δεν έπρεπε να αποδοθεί στους αναιρεσείοντες το αιτηθέν με την αγωγή κονδύλιο ύψους 580.948,16 ευρώ, για απώλεια μισθωμάτων που θα εισέπρατταν από την εκμίσθωση των διαμερισμάτων της οικοδομής τους. Όπως έχει ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως των αναιρεσειόντων, με την σκέψη ότι στην περίπτωση της έκδοσης ευνοϊκής για τον ζημιωθέντα πράξης, παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων έκδοσής της, στο κύρος της οποίας ο ζημιωθείς ανυπαιτίως πίστεψε, η ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση δεν εκτείνεται στην αποκατάσταση θετικού διαφέροντος, δηλαδή στην αποζημίωση για το κέρδος που θα αποκόμιζε ο ζημιωθείς, αν η πράξη ήταν νόμιμη. Προς θεμελίωση δε του παραδεκτού του κρινόμενου λόγου αναίρεσης προβάλλεται αντίθεση με την 3320/2012 απόφαση του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό ότι μπορεί ο ζημιωθείς από την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτόν παράνομης πράξης να ζητήσει τα διαφυγόντα κέρδη από την μη έκδοση πράξης με το ίδιο περιεχόμενο, χωρίς την πλημμέλεια που την κατέστησε παράνομη· τούτο, εφόσον, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της φύσης της πλημμέλειας, η έκδοση της πράξης, χωρίς αυτήν, ήταν από τον νόμο επιτρεπτή. Πράγματι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δεν διέλαβε κρίση περί του εάν ήταν δυνατή, στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπό το ισχύον πολεοδομικό καθεστώς, η έκδοση, με το ίδιο περιεχόμενο, νέας οικοδομικής άδειας υπέρ των αναιρεσειόντων χωρίς την πλημμέλεια που προκάλεσε την ακύρωση της αρχικώς εκδοθείσης, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει, κατόπιν συνεκτίμησης και του περιεχομένου της αγωγής, σε ολική ή μερική ικανοποίηση του σχετικού αιτήματος των αναιρεσειόντων. Κατόπιν τούτων ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, όπως άλλωστε και ο κρινόμενος λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ από το δικάσαν διοικητικό εφετείο. Συνεπώς, υπό τα δεδομένα αυτά, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο δικάσαν διοικητικό εφετείο για νέα κρίση.

 

9. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις και ενόψει της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας των διαδίκων, κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος *από τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989).

 

 

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

 

Αναιρεί εν μέρει την 1323/2021 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

 

Παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για να δικαστεί κατά το αναιρούμενο μέρος, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.

 

Απαλλάσσει τον αναιρεσίβλητο Δήμο * από τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό.

Αποζημιώση από πτώση σε λακκούβα,


 

 

Αποζημιώση από πτώση σε λακκούβα, ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου διδάγματα της κοινής πείρας, ανέλεγκτη αναιρετικώς περί των πραγμάτων κρίση.

Αριθμός 2209/2023

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Άννα Καλογεροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Άννα Μπόνου, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Σύμβουλοι, Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Φωτεινή Μπαγέρη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μαρία Κουμουτσάκου.

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η εξαφάνιση της 1818/2017 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 2950/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, (α) η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δήμου να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ποσό εκατόν οκτώ χιλιάδων (108.000) ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την πτώση σε λακκούβα του αυτοκινήτου (ΤΑΞΙ) που οδηγούσε, εξαιτίας παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς του, παραλείψεων υλικών ενεργειών των οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου, η οποία αντιστοιχεί σε απώλεια του εισοδήματος (διαφυγόντος κέρδους) που θα ελάμβανε ως επαγγελματίας οδηγός ΤΑΞΙ, για το χρονικό διάστημα από 30.1.2002 έως 3.1.2007 και (β) ποσό εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, λόγω ηθικής βλάβης, για την ίδια αιτία.

 

3. Επειδή, κατά την έννοια των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ακολούθως η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αν πρόκειται για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, με την υποχρέωση να προβάλει και να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που πρέπει να περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1500/2022, 228/2021, 1772/2020, 1704/2019 κ.ά.). Η έλλειψη νομολογίας ή η αντίθεση προς αυτή δεν πρέπει να αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της υπό κρίση υποθέσεως, αλλά πρέπει να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή (ΣτΕ 1500/2022, 750/2022, 2371, 1594, 579/2020 κ.ά.), ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (ΣτΕ 228/ 2021, 2371/2020, 932/2019, 1415/2017 κ.ά.). Εξάλλου, όταν με λόγο αναιρέσεως πλήσσεται η ερμηνεία που δόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας σε αόριστη νομική έννοια, η οποία αποτελεί στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, εφόσον η αόριστη νομική έννοια προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υποθέσεως, ως απόφαση που επιλύει το ίδιο νομικό ζήτημα νοείται μόνον η απόφαση που έχει κρίνει επί υποθέσεως με όμοια ή παρεμφερή πραγματικά περιστατικά (ΣτΕ 1500/2022, 228/2021, 1950, 155/2020, 1704/2019, 2391-3/2018, 1415/2017).

 

4. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου ή του οργάνου του ν.π.δ.δ. και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων (ΣτΕ 334/2008, 1024/2005) και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 228/2021, 2946/2020, 1704/2019, 4410/2015, 2271/2013 7μ., 877/2013 7μ., 473/2011, 322/2009 7μ., 1002/2008, 334/2008 7μ., ΑΠ 425/2006, 394/2002). Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με την ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΣτΕ 622/2022, 228/2021, 1950, 2946/2020, 2432-2433/2018, 2271/2013 7μ., 1183/2013, 3839/2012 7μ., 750/2011, 334/2008 7μ.). Εξάλλου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να επιδικάσει σε βάρος του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ. (ΣτΕ 2221/2022, 622/2022).

 

5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στις 21.9.2017, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν.3900/2010, όπως ισχύουν. Εξάλλου, με την αίτηση αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο, το οποίο αντιστοιχεί στο αίτημα της απορριφθείσας αγωγής του αναιρεσείοντος (ΣτΕ 2389-2392/2022, 2221/2022, 1964/2021 7μ. κ.ά.) και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 208.000 ευρώ, υπερβαίνει, δηλαδή, το κατά νόμον κατώτατο όριο των 40.000 ευρώ. Επομένως, κατά τα γενόμενα δεκτά στην τρίτη σκέψη, για το παραδεκτό της άσκησης της υπό κρίση αίτησης απαιτείται η επίκληση και τεκμηρίωση εκ μέρους του αναιρεσείοντος, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει.

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά παραδεκτώς ληπτέα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, με την από 12.7.2002 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αναπτύχθηκε με το από 13.6.2013 υπόμνημα, ο αναιρεσείων, επαγγελματίας αυτοκινητιστής, προέβαλε ότι, στις 30.1.2002 και περί ώρα 2:15 π.μ., εκτελώντας νυχτερινή βάρδια οδηγούσε, με χαμηλή ταχύτητα (20 χλμ./ώρα) λόγω βροχόπτωσης, το * Δ.Χ.-ΤΑΧΙ, μάρκας *, ιδιοκτησίας Γ. Κωνσταντόπουλου, κινούμενος επί της οδού Λεωνίδου, με κατεύθυνση από την οδό Ζήνωνος προς την οδό Πλαταιών, όταν στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού στην Ομόνοια, έπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματός του σε τάφρο-λακκούβα του οδοστρώματος, διαμέτρου ενός (1) μέτρου και βάθους εικοσιπέντε (25) εκατοστών, που βρισκόταν πλησίον της δεξιάς πλευράς του δρόμου. Ισχυρίσθηκε δε ο αναιρεσείων, με την αγωγή του, ότι η πτώση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προξενηθούν υλικές ζημιές στο όχημα, ενώ ο ίδιος να τραυματιστεί βαρύτατα στη μέση και στη σπονδυλική στήλη και να μεταφερθεί στα εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Κοργιαλένειο - Μπενάκειο Ε.Ε.Σ. Ο αναιρεσείων προέβαλε, περαιτέρω, ότι αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος είναι ο αναιρεσίβλητος δήμος, στην τοπική αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η διασταύρωση των ανωτέρω δημοτικών οδών και τα όργανα του οποίου, κατά παράβαση των νομίμων υποχρεώσεών τους, παρέλειψαν να ελέγξουν τις φθορές του ασφαλτοτάπητα των εν λόγω οδών και να μεριμνήσουν για την επισκευή και συντήρησή τους. Ισχυρίσθηκε δε ο αναιρεσείων ότι οι μη νόμιμες παραλείψεις των οργάνων του καθ’ ού Δήμου τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τον βαρύτατο τραυματισμό του και την εξ αυτού επελθούσα ανικανότητά του για οποιαδήποτε εργασία. Κατά τους ειδικότερους, περαιτέρω, αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, λόγω του επίμαχου ατυχήματος και των κραδασμών της αιφνίδιας πτώσης του οχήματος που οδηγούσε στην τάφρο-λακκούβα, αυτός πάσχει από οσφυοϊσχυαλγία ΑΡ και αδυναμία κίνησης σε ποσοστό 50% των καμπτήριων και εκτεινόντων μυών του αριστερού του ποδιού. Ως αποτέλεσμα δε της έλλειψης λειτουργικότητας και δυσχρησίας των κάτω άκρων του, ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων ότι δεν μπορεί, πλέον, να ασκεί με ασφάλεια το επάγγελμα του αυτοκινητιστή-οδηγού ΤΑΧΙ, ενώ, ήδη, ευρισκόμενος σε ηλικία 36 ετών, κατά τον κρίσιμο χρόνο που έλαβε χώρα το ατύχημα, δεν δύναται να αποκτήσει νέα ειδικότητα συναφή ή μη με την ως άνω επαγγελματική του δραστηριότητα για να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες, για τους ίδιους δε λόγους, δήλωσε το ως άνω ατύχημα, ως εργατικό και υπέβαλε, σχετικώς, αίτημα απονομής σύνταξης αναπηρίας από το Ι.Κ.Α.. Με την αγωγή του αυτή ο αναιρεσείων ζήτησε, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, το ποσό των 108.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε απώλεια εισοδήματος (διαφυγόν κέρδος) που θα ελάμβανε από τη δεκάωρη ημερήσια ή νυκτερινή απασχόλησή του ως επαγγελματίας οδηγός ΤΑΧΙ, για το χρονικό διάστημα από 30.1.2002 έως 3.01.2007, καθώς επίσης και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 100.000 ευρώ, συνιστάμενης στο ότι, εξαιτίας του προπεριγραφόμενου ατυχήματος, στερείται τη χαρά της εργασίας και της δημιουργίας, ότι υφίσταται καθημερινό σωματικό και ψυχικό πόνο και ταλαιπωρία στην προσπάθειά του να κινήσει το αριστερό του άκρο, καθώς επίσης ότι έχει υποστεί μείωση του ύψους του σώματός του στο επίπεδο του Ο3-Ο4 και Ο4-Ο5 μεσοσπονδυλίου διαστήματος. Για την απόδειξη των ισχυρισμών του ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε, πρωτοδίκως: (i) ακριβές αντίγραφο του δελτίου τροχαίου ατυχήματος με προανάκριση του Τμήματος Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης της Διεύθυνσης Τροχαίας Αττικής, σύμφωνα με το οποίο διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, στις 30.1.2002 και περί ώρα 2:15 π.μ., ο αναιρεσείων οδηγούσε το με αρ. κυκλοφορίας Α-* Δ.Χ. ΤΑΞΙ και ενώ εκινείτο επί της οδού Λεωνίδου με κατεύθυνση από οδό Ζήνωνος προς οδό Πλαταιών, φθάνοντας στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού έπεσε σε λακκούβα επί του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα το όχημα να υποστεί υλικές ζημιές και να τραυματιστεί ελαφρώς ο αναιρεσείων, ο οποίος διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, (ii) φωτοαντίγραφο του από 20.2.2002 ιατρικού πιστοποιητικού του *, Επιμελητή Β΄ του Ορθοπεδικού Τμήματος του Περιφερειακού Νοσοκομείου Αθηνών «Κοργιαλένειο - Μπενάκειο Ε.Ε.Σ.», ο οποίος πιστοποιεί ότι ο αναιρεσείων «προσήλθε στα Εξωτερικά Ιατρεία της Ορθοπεδικής κλινικής την 30/1/2002 με αναφερόμενη οσφυοϊσχυαλγία. Ο ακτινολογικός έλεγχος έδειξε παλαιό συμπιεστικό κάταγμα Θ11. Η κλινική εξέταση ήταν χωρίς νευρολογική σημειολογία. Εδόθησαν οδηγίες για αποφυγή εργασίας για μια εβδομάδα και επανέλεγχος. Ο ασθενής επανεξετάσθηκε σήμερα στα εξωτερικά ορθοπεδικά ιατρεία πάσχων από οσφυοϊσχυαλγία ΑΡ. Κατά την κλινική εξέταση το σημείο Laseque ΑΡ ήταν θετικό στις 50ο και υπήρχε μικρή αδυναμία του εκτείνοντος τον μέγα δάκτυλο. Συνεστήθη κλινοστατισμός για 10 (δέκα) ημέρες ακόμη.», (iii) το από 19.2.2002 παραπεμπτικό του ίδιου Νοσοκομείου, σύμφωνα με το οποίο συνιστάται στον αναιρεσείοντα αξονική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (ΟΜΣΣ) για οσφυοϊσχιαλγία ΑΡ, (iv) την από 19.8.2002 ιατρική βεβαίωση των *, Αναπληρωτή Διευθυντή και Ν. Αντωνίου, Διευθυντή του Ορθοπεδικού Τμήματος του ίδιου Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία πάσχει από: «Έμμονη ραχι-οσφυαλγία με αντανάκλαση στο (ΑΡ) σκέλος, χωρίς νευρολογική σημειολογία, επί εδάφους κατάγματος Θ10 - Θ11 σπονδύλων προ μηνών. Αναφέρει ιδιαίτερη ευαισθησία κατά την πρωινή έναρξη της βαδίσεως. Συνεστήθησαν: Περαιτέρω έλεγχος δια CΤ. Προβλεπόμενος χρόνος αποκατάστασης ένας (1) μήνας με επανεξέταση …», (v) την από 12.8.2002 βεβαίωση του ίδιου Διευθυντή, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων πάσχει από «Οξεία ισχιαλγία με ριζική συνδρομή (ΑΡ). Χρήζει Αν. Αδείας, για 10 ημέρες με κλινική εικόνα και ακτινολογική συμπιεστικού II Θ11» και (vi) φωτοαντίγραφο της από 31.1.2013 γνωμάτευσης αξονικής τομογραφίας σπονδυλικής στήλης - θωρακικής μοίρας της Ν. Λεπίδα, Επιμελήτριας Β΄ του ίδιου Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία: «Παρατηρείται παλαιότερο συμπιεστικό κάταγμα του σώματος του Θ11 σπονδύλου, χωρίς να ελέγχονται πιεστικά φαινόμενα στο νωτιαίο σωλήνα. Παρουσία έκδηλων εκφυλιστικών αλλοιώσεων στους απεικονιζόμενους θωρακικούς σπονδύλους με παρουσία επιχείλιων οστεοφύτων. Εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου με φαινόμενο κενού στο επίπεδο Θ10-Θ11 καθώς και στο επίπεδο Θ11-Θ12 και Θ12-Ο1 με παρουσία όζων schmorl.», vii) φωτοαντίγραφο της από 7.10.2002 γνωμάτευσης Αξονικής Τομογραφίας θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης – οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (ΘΜΣΣ - ΟΜΣΣ) της Μ. Στασινοπούλου, Επιμελήτριας Β΄ του Περιφερειακού Αντικαρκινικού - Ογκολογικού Νοσοκομείου Αθηνών “Ο Άγιος Σάββας”, σύμφωνα με την οποία: «Από το topogram ελέγχεται μείωση του ύψους του σώματος Θ11 σπονδύλου. Πρόσθια οστεόφυτα ελέγχονται στους θωρακικούς σπονδύλους. Ήπια ελάττωση του εμβαδού του σπονδυλικού σωλήνος στο επίπεδο του 03-04 και 04-05 μεσοσπονδυλίου διαστήματος λόγω ελαφράς προπέτειας (bulging) του δίσκου και εκφυλιστικών αλλοιώσεων των εγκάρσιων αποφυσιακών αρθρώσεων. Από το topogram επίσης ελέγχεται αύξηση της κυρτότητας της ΟΜΣΣ.», viii) το 03/ 02/6355/12.12.2003 πιστοποιητικό νοσηλείας του Γ. Παπαγεωργίου, Επιμελητή Α’ του Ψυχιατρικού Τμήματος του Π.Γ.Ν. Αθήνας “Ο Ευαγγελισμός”, από το οποίο προκύπτει ότι ο αναιρεσείων εξετάστηκε στο εξωτερικό ψυχιατρικό ιατρείο από 15.9. έως 12.12.2003 με μείζων κατάθλιψη επί εδάφους δυσθυμίας και αγχώδεις εκδηλώσεις και το

03/02/1833/01.04.2004 πιστοποιητικό νοσηλείας του *, Αναπληρωτή Διευθυντή του Ουρολογικού Τμήματος του ίδιου νοσοκομείου, σύμφωνα με το οποίο εξετάστηκε, στις 9.9.2003, στο τακτικό ουρολογικό ιατρείο και επανεξετάστηκε στις 23.12.2003 «ΔΙΑΓΝΩΣΗ: 9.9.03: 39 ετών, προ διετίας κάκωση 05-11 με νευρολογική συνδρομή. ...», ix) φωτοαντίγραφο της από 14.2.2013 ιατρικής βεβαίωσης της Μ. Αναστασιάδου, ειδικής Νευρολόγου, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων «ετών 47 προσέρχεται αναφερόμενος δυσχέρεια βάδισης από 12ετίας. Αναφέρεται σοβαρό τροχαίο ατύχημα στις 30/1/2002. Α.Ν.Ε. Δυσχέρεια έγερσης από καθιστή θέση. Αδυναμία ραχιαίας κάμψης (ΑΡ) άκρου ποδός. Αιμωδία κατανομής 03, 04, 05 ρίζας (ΑΡ). Ήπια ατροφία τετρακεφάλου (ΑΡ). Τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης επιβεβαιώνονται εργαστηριακά σε CΤ ΟΜΣΣ, όπου διαπιστώνεται πίεση εξερχομένων ριζών στα μ. διαστήματα 03-04 04-05 και ηλεκτρομυογραφικά όπου διαπιστώνεται δυσλειτουργία 05 ρίζας (ΑΡ). Σε CΤ ΟΜΣΣ διαπιστώνεται συμπιεστικό κάταγμα 011 σπονδύλου το οποίο οφείλεται συνήθως σε τραυματισμούς κ’ συμβαίνει αυτόματα, μόνο σε περιπτώσεις οστεόλυσης, οστεοπενίας ή οστεοπόρωσης, που δεν διαπιστώνεται στην αξονική τομογραφία. Ο ασθενής βαδίζει δυσχερώς κ΄ δυσχερώς αυτοεξυπηρετείται. Εμφανίζει αγχώδη καταθλιπτική συμπεριφορά κ΄ βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή με ...», x) φωτοαντίγραφο της από 4.9.2000 αναγγελίας πρόσληψης του αναιρεσείοντος στον ΟΑΕΔ ως οδηγού στην επιχείρηση του Γ. Κωνσταντόπουλου και της από 5.3.2002 δήλωσης του προαναφερόμενου ατυχήματος ως εργατικού στο Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Αθηνών που προκάλεσε διακοπή εργασίας, λόγω συμπίεσης - κατάγματος σπονδύλου (10ος - 11ος), xi) τις από 02/2002 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, δελτίων αποστολής - τιμολογίων και προσφοράς εργασιών προς τον * για εργασίες επισκευής και αγοράς ανταλλακτικών αυτοκινήτου και xii) φωτοαντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος του αναιρεσείοντος, οικονομικών ετών 2002 έως 2008 και δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2001, 2002 και 2003, από τα οποία προκύπτει ότι, κατά τα οικονομικά έτη 2001 και 2002, ο αναιρεσείων δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα. Με την 190528/24.9.2012 έκθεση απόψεων του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οδοποιίας και Αποχέτευσης ο αναιρεσίβλητος Δήμος αμφισβήτησε τη βασιμότητα της αγωγής του αναιρεσείοντος, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας είναι ο αναιρεσείων, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποκλείεται τα προβλήματα της υγείας που επικαλείται να προκλήθηκαν από την πτώση του οχήματος που οδηγούσε στη λακκούβα, ενόψει ιδίως του ότι, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, έβαινε με μικρή ταχύτητα. Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ότι το επίδικο ατύχημα, ήτοι η προπεριγραφείσα πτώση του οχήματός του σε λακκούβα επί της οδού Λεωνίδου στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού, συνδέεται αιτιωδώς με την αδυναμία άσκησης του επαγγέλματος του αυτοκινητιστή λόγω δυσλειτουργίας των κάτω άκρων του και ότι, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση, οι προϋποθέσεις αποζημιωτικής ευθύνης του αναιρεσίβλητου Δήμου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον δεν συντρέχουν, κατά τα προεκτεθέντα, οι νόμιμες προϋποθέσεις περί ευθύνης του αναιρεσίβλητου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., δεν οφείλεται στον αναιρεσείοντα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, για την ψυχολογική του επιβάρυνση για την απώλεια της εργασίας του. Την απορριπτική του αυτή κρίση το δικάσαν διοικητικό πρωτοδικείο στήριξε στις ακόλουθες παραδοχές: (α) ότι, όπως προκύπτει από το από 30.1.2002 δελτίο τροχαίου ατυχήματος, στις 30.1.2002 και ώρα 2:15, ενώ ο αναιρεσείων εκινείτο με το με αρ. κυκλοφορίας Α-8557 ΔΧ ΤΑΞΙ επί της οδού Λεωνίδου, φθάνοντας στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού, έπεσε σε λακκούβα του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα το όχημα να υποστεί υλικές ζημιές, ο ίδιος δε να τραυματιστεί ελαφρώς και να διακομισθεί στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, (β) ότι ο αναιρεσίβλητος Δήμος Αθηναίων υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 παρ. 3 του ν. 3155/1955 και 24 παρ. 1 του π.δ. 410/1995 δια των αρμοδίων οργάνων του, να επιβλέπει την καλή κατάσταση των οδοστρωμάτων για την ομαλή και ασφαλή κυκλοφορία οχημάτων και πεζών και ότι αναποδείκτως ο δήμος Αθηναίων προέβαλε, με την έκθεση των απόψεών του, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν φέρει ευθύνη και ότι σε ό,τι αφορά την επίμαχη λακκούβα, πρόκειται για άνευ δημοτικής αδείας τομή γύρω από βάνα της ΕΥΔΑΠ, χωρίς να προσδιορίζει χρονικά την πραγματοποίησή της, (γ) ότι, κατά τη μεταφορά του στα εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής του “Κοργιαλένειου - Μπενάκειου Ε.Ε.Σ.” Νοσοκομείου, ο αναιρεσείων υποβλήθηκε αυθημερόν σε ακτινολογικό έλεγχο, ο οποίος έδειξε παλαιό συμπιεστικό κάταγμα Θ11, ενώ η κλινική του εξέταση ήταν χωρίς νευρολογική σημειολογία, (δ) ότι κατά την κλινική επανεξέτασή του, στις 20.2.2002, στα ίδια εξωτερικά ιατρεία, το σημείο Laseque AP ήταν θετικό στις 50ο και υπήρχε μικρή αδυναμία εκτείνοντος τον μέγα δάκτυλο και (ε) ότι στην από 5.3.2002 δήλωση εργατικού ατυχήματος στο Ι.Κ.Α. ο αναιρεσείων δήλωσε μόνο κάταγμα σπονδυλικής στήλης.

 

7. Επειδή, κατά της πρωτόδικης απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, όπως αναπτύχθηκε με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, προέβαλε ότι εσφαλμένα εκτιμήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία (ιατρικές βεβαιώσεις), από τα οποία σαφώς προέκυπτε ότι η δυσλειτουργία των κάτω άκρων του συνδέεται αιτιωδώς με την πτώση του οχήματος που οδηγούσε σε λακκούβα. Κατά τα ειδικότερα προβαλλόμενα με την έφεση του αναιρεσείοντος, η πτώση του οχήματός του ήταν σφοδρή, όπως προκύπτει και από τις εκτεταμένες βλάβες που αυτό υπέστη, είχε δε ως άμεσο αποτέλεσμα ο ίδιος να υποστεί κάκωση στην σπονδυλική του στήλη, γεγονός, το οποίο διαπιστώνεται στα παραπάνω αναφερόμενα από 20.2.2002 και 19.8.2002 ιατρικά πιστοποιητικά, ενώ δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία περί του ότι η δυσκολία κίνησης του αριστερού του ποδιού οφείλεται σε κάκωση της σπονδυλικής του στήλης, ήτοι στο κάταγμα των σπονδύλων Θ10-Θ11 που προκλήθηκε από το ένδικο ατύχημα. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προέβαλε με την έφεσή του ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο ως προς τα παραπάνω ιατρικά θέματα μπορούσε να διατάξει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και ότι εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά από αυτό τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, (αυτό) όφειλε να κρίνει ότι ο αναιρεσίβλητος Δήμος, σε κάθε περίπτωση, ευθύνεται για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον τραυματισμό του λόγω της κατά τα ανωτέρω πτώσης του στη λακκούβα. Για την απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών, ο αναιρεσείων προσκόμισε, συναφώς, το πρώτον κατ’ έφεση, την από 2.7.2007 (με αρ. 1195) γνωμάτευση του τμήματος συντάξεων του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με την οποία, όπως υποστηρίζει, του έχει αναγνωρισθεί ποσοστό αναπηρίας 25%, εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος, καθώς επίσης και αντίγραφο του εκδοθέντος, στις 26.6.2001, από το Υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. Αθηνών ασφαλιστικού του βιβλιαρίου, από το οποίο αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι δεν είχε κανέναν τραυματισμό πριν από το συγκεκριμένο ατύχημα. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προσκόμισε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου την 231/Συν.29Α/22.3.2007 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Αθηνών, με την οποία η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, την 2454/25.10.2005 απόφαση της Β.Υ.Ε. του Ιδρύματος, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό της αναπηρίας του αναιρεσείοντος ανέρχεται σε 35%, 0% του οποίου οφείλεται στο ατύχημα της 30.1.2002, χορήγησε τελικά σε αυτόν σύνταξη μερικής αναπηρίας, για το χρονικό διάστημα από 30.10.2002 έως 31.10.2006, αφού κρίθηκε ανάπηρος σε ποσοστό 50%, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 περ. 5 εδ. γ΄ του ν. 1902/1990. Η έφεση αυτή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι η δυσλειτουργία των κάτω άκρων του, συνεπεία της οποίας αδυνατούσε, κατά τις αιτιάσεις του, να ασκήσει το επάγγελμα του αυτοκινητιστή, οφειλόταν στην κατά τα ανωτέρω πτώση του οχήματος που οδηγούσε σε λακκούβα. Με τη σκέψη δε αυτή, ότι, δηλαδή, δεν αποδείχθηκε ότι το ένδικο συμβάν αποτελεί την αιτία της πάθησης του αναιρεσείοντος (κάταγμα σπονδύλου - δυσλειτουργία των κάτω άκρων του), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε, επικυρώνοντας την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του Δήμου να συντηρήσουν το συγκεκριμένο οδόστρωμα, συνεπεία της οποίας επισυνέβη το ένδικο ατύχημα και της αδυναμίας του αναιρεσείοντος προς εργασία. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι από τη συνεκτίμηση των πρωτοδίκως προσκομισθέντων από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικών στοιχείων (ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις) και, ιδίως, από το με ημερομηνία 20.2.2002 ιατρικό πιστοποιητικό του Επιμελητή της Ορθοπεδικής Κλινικής του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Κοργιαλένειο Μπενάκειο Ε.Ε.Σ», Αθ. Παπανικολάου, σύμφωνα με το οποίο ο αναιρεσείων προσήλθε την ημέρα του συμβάντος (30.1.2002) στα εξωτερικά ιατρεία του συγκεκριμένου Νοσοκομείου, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε παλαιό συμπιεστικό κάταγμα Θ11 και ότι η κλινική του κατάσταση ήταν καλή χωρίς νευρολογικά συμπτώματα, προκύπτει ότι το κάταγμα του αναιρεσείοντος - το οποίο με τη δήλωση του ατυχήματός του ισχυρίζεται ότι υπέστη κατά την πτώση του οχήματός του στη λακκούβα του οδοστρώματος στις 30.1.2002 - προϋπήρχε του ως άνω αναφερομένου ατυχήματος και δεν συνδέεται με αυτό, όπως άλλωστε κρίθηκε τελεσίδικα και με την 1231/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτό ότι «… δεν αποδεικνύεται ότι το ένδικο συμβάν (πτώση του οχήματός του στη λακκούβα) αποτελεί την αιτία της πάθησης του (αναιρεσείοντος) - κάταγμα σπονδύλου - ως εκ τούτου, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του βίαιου συμβάντος που υποστηρίζει ότι υπέστη ο τελευταίος στις 30.1.2002 και της εργασίας του και, επομένως, το εν λόγω ατύχημα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εργατικό …». Περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι από την από 14.2.2013 ιατρική βεβαίωση της ιατρού Μ. Αναστασιάδου δεν προκύπτει ότι η δυσχέρεια βάδισης του αναιρεσείοντος οφείλεται στο ένδικο ατύχημα, απορρίπτοντας ως αβάσιμο σχετικώς προβληθέντα κατ’ έφεση ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, περαιτέρω δε, ότι η οσφυοϊσχυαλγία ΑΡ, από την οποία βρέθηκε να πάσχει, αφορά άλλη περιοχή της σπονδυλικής του στήλης, ενώ από κανένα ιατρικό έγγραφο δεν προκύπτει ότι έχει σχέση με το ατύχημα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, ειδικότερα, ως απαραδέκτως προβαλλόμενα τα προσκομισθέντα το πρώτον κατ’ έφεση από τον αναιρεσείοντα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία (1195/2.7.2007 γνωμάτευση Ι.Κ.Α., αντίγραφο του εκδοθέντος στις 26.6.2001 ασφαλιστικού βιβλιαρίου του αναιρεσείοντος και 231/Συν.29Α/ 22.3.2007 απόφαση της Τ.Δ.Ε.), με την αιτιολογία ότι ούτε ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε ούτε στην προκειμένη περίπτωση προέκυψε ότι συνέτρεξαν περιστατικά που δικαιολογούν τη μη προσκόμισή τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αναφορικά, ειδικώς, με την ανωτέρω 231/Συν.29Α/22.3.2007 απόφαση της Τ.Δ.Ε., το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι «όπως, όμως, είναι γνωστό στο Δικαστήριο, κατόπιν άσκησης προσφυγής από το ΙΚΑ ΕΤΑΜ, η απόφαση αυτή της Τ.Δ.Ε. ακυρώθηκε με την 320/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ...». Το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε δε ότι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω εκτεθέντων, η μη αναγραφή (από 26.6.2001 και εντεύθεν) στο ασφαλιστικό βιβλιάριο του αναιρεσείοντος οιουδήποτε έτερου επισυμβάντος ατυχήματος και αληθής υποτιθέμενη, σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύει ότι η δυσλειτουργία των κάτω άκρων του ήταν απότοκος συνέπεια της πτώσης του οχήματος που οδηγούσε στη λακκούβα, ενόψει μάλιστα και της προαναφερθείσας 2454/25.10.2005 γνωμάτευσης της Β΄/θμιας υγειονομικής επιτροπής του Ιδρύματος, η οποία αφορά σε διάστημα ολίγων μηνών μετά το ατύχημα και η οποία προσδίδει σε αυτόν μηδενικό ποσοστό αναπηρίας οφειλόμενο στο επίμαχο συμβάν της 30.1.2002. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, τέλος, ως αβάσιμο τον επικουρικώς προβληθέντα λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, με την αιτιολογία ότι η τελευταία ανάγεται, καταρχήν, στην ευχέρεια του δικάζοντος δικαστηρίου, το οποίο δεν υποχρεούται να διατάξει συμπληρωματική απόδειξη.

 

8. Επειδή, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του προπεριγραφόμενου ατυχήματος και της αδυναμίας του αναιρεσείοντος προς εργασία, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη (άρθρο 56 παρ. 2 του π.δ. 18/1989), διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος (βλ. 2ο λόγο εφέσεως) ότι το ένδικο ατύχημα και εάν ακόμη δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αδυναμία του προς εργασία, γεγονός που ο ίδιος αρνείται, σε κάθε περίπτωση, προκάλεσε, κατά την κοινή λογική, τραυματισμό («τουλάχιστον την «αναβίωση» του εκτιμώμενου από την προσβαλλόμενη απόφαση ως δήθεν «παλαιού» τραυματισμού [του]») και ζημία στην υγεία του και για τον λόγο αυτόν, θα έπρεπε να του επιδικασθεί τουλάχιστον χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού αναίρεσης, κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση προς την 473/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία έχει, κατ’ αυτόν, κριθεί ότι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη περιουσιακής ζημίας και μπορεί να επιδικασθεί, έστω και αν δεν υπάρχει περιουσιακή ζημία. Με τον λόγο αυτό αναιρέσεως τίθεται το νομικό ζήτημα εάν, παρά το γεγονός ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του αναιρεσίβλητου Δήμου σε αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., επειδή δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης οργάνου του δήμου και της ζημίας του αναιρεσείοντος, εντούτοις, θα έπρεπε να επιδικασθεί στον αναιρεσείοντα χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Η απόφαση, όμως, αυτή του Δικαστηρίου (473/2011) δεν έκρινε όσα εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, αλλά το διαφορετικό ζήτημα ότι «ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα», υπό την αυτονόητη, πάντως, προϋπόθεση ότι συντρέχουν, όπως ορθώς και νομίμως έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο στην προκειμένη περίπτωση, σωρευτικώς οι (λοιπές) προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. που αναφέρονται στην σκέψη 4, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί με βάση τις διατάξεις αυτές ευθύνη του Δημοσίου (ή του ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση, δηλαδή, πέραν της παρανομίας και της ζημίας και η ύπαρξη, επιπλέον, αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου (ή του ν.π.δ.δ.) και της επελθούσας ζημίας και ηθικής βλάβης του αναιρεσίβλητου (βλ. ΣτΕ 473/2011, σκ. 6 και 8, 1024/2005, σκ. 7). Τη συνδρομή δε της υπάρξεως, κατά τα ανωτέρω, αιτιώδους συνδέσμου στην υπό κρίση περίπτωση, εξέτασε μεν, πλην όμως δεν δέχθηκε (ΣτΕ 1950/2020), κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του (ΣτΕ 2694/2020, 2202/2014), το δικάσαν διοικητικό εφετείο.

 

9. Επειδή, τέλος, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο, το οποίο παρά το γεγονός ότι δέχθηκε ότι συνέβη το προπεριγραφόμενο ατύχημα, εντούτοις έκρινε ότι δεν υπήρξε η παραμικρή αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πτώσης του οχήματος που οδηγούσε ο αναιρεσείων στη λακκούβα και του τραυματισμού του, ερμήνευσε πλημμελώς και άνευ ειδικής αιτιολογίας και δη, κατά τρόπο αντίθετο με την κοινή λογική και τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 56 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989), την αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ατυχήματος και της επελθούσας ζημίας και, μάλιστα, χωρίς να διατάξει πραγματογνωμοσύνη. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η πτώση του οχήματος στη λακκούβα, αντικειμενικά και κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ιδίως για αυτόν που έπασχε από προηγούμενο κάταγμα, δεν μπορεί παρά να συμβάλει, τουλάχιστον ή να “αναβιώσει” τον παλαιό τραυματισμό του. Για τη θεμελίωση του κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 παραδεκτού προβολής του λόγου αυτού, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η συναφώς πληττόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις 473/2011 και 750/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο λόγος, όμως, αυτός αναιρέσεως, όπως προβάλλεται, πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί των πραγμάτων κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πτώσης του οχήματος που οδηγούσε ο αναιρεσείων στη λακκούβα και της ζημίας που αυτός ισχυρίστηκε ότι υπέστη λόγω της πτώσης αυτής (ΣτΕ 750/2022, 750/2011, 2946/2020, 334/2008 7μ.) και δεν αναφέρεται σε νομικό ζήτημα συνδεόμενο με την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της αιτιώδους συνάφειας, με βάση τα γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, ως προς το οποίο νοείται αντίθεση προς τη νομολογία κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3 (ΣτΕ 750/2022, 1950/2020). Δεν υπάρχει δε, εν προκειμένω, κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι η πτώση του οχήματος του αναιρεσείοντος σε λακκούβα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση (σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο) να αποτελέσει πρόσφορη αιτία για τραυματισμό ή επιδείνωση προϋπάρχοντος τραυματισμού, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία του τραυματισθέντος για εργασία αλλά, όπως εξετέθη ανωτέρω, κρίση, ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση, ότι στην προκειμένη περίπτωση η πτώση του αναιρεσείοντος στη λακκούβα δεν αποδείχθηκε ότι του προκάλεσε τη ζημία που αυτός επικαλέστηκε. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός περί αντίθεσης προς τις ανωτέρω αποφάσεις, είναι αβάσιμος και ο λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν συντρέχουν ως προς αυτόν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (βλ. ΣτΕ 750/2022, 2946/2020, πρβ. ΣτΕ 2672/2020).

 

10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

 

Απαλλάσσει τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Δήμου*, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

https://online.fliphtml5.com/flkvf/rlqr/#p=1