Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΠρΑθ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΠρΑθ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

ΔΠρΑθ 4978/2022,αποζημιωση απο νομιμη πραξη

 




Ευθύνη του Δημοσίου προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου τρίτου προσώπου από νόμιμη πράξη των αστυνομικών οργάνων στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών



ΔΠρΑθ 4978/2022, Τμήμα 25ο Τριμελές

Πρόεδρος: Σταυρούλα Χατζοπούλου, Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ

Εισηγήτρια: Αναστασία Πούλου, Πρωτοδίκης ΔΔ



Αγωγή με αίτημα να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, να καταβάλει νομιμοτόκως σε έκαστο των εναγόντων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα σε συνδυασμό με το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν εξαιτίας του θανάτου της A.Z. (τέκνου του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων και αδελφής του τρίτου και του τέταρτου των εναγόντων, αντιστοίχως), ο οποίος προκλήθηκε από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεις και παραλείψεις αστυνομικών οργάνων. Επικουρικώς, σε περίπτωση που τα όργανα του εναγομένου ενήργησαν νομίμως, το αγωγικό αίτημα θεμελιώνεται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος.

Το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο, «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, συγχρόνως, διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία (βλ. ΣτΕ 3783/2014). Η διάταξη αυτή επιτάσσει την αποκατάσταση της ζημίας, που υφίσταται κάποιος χάριν του δημοσίου συμφέροντος, όπως αυτό εκάστοτε προσδιορίζεται από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας, εφ’ όσον η ζημία αυτή είναι μη αναμενόμενη, πέραν της συνήθους και υπερβαίνει τα όρια της θυσίας, στην οποία είναι ανεκτό από την έννομη τάξη να υποβάλλονται οι πολίτες χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται λοιπόν ευθέως ότι δύναται να ανακύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποκατάσταση και ζημίας, την οποία υφίσταται κάποιος από νόμιμη, κατ’ αρχήν, ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου. Με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να επιδικασθεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (βλ. ΣτΕ 622/2021, ΔΕφΑθ 1793/2021). Σε περίπτωση λοιπόν που, συνεπεία νόμιμης εκτέλεσης αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψη κακοποιών, επέλθει θάνατος τρίτου, μη εμπλεκόμενου στην υπόθεση προσώπου, δηλαδή ζημία μη οφειλόμενη σε παρεμβαλλόμενη παράνομη πράξη ή παράλειψη, ανακύπτει ευθέως εκ του άρθρου 4 παρ. 5 σε συνδυασμό και με το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, με το οποίο καθιερώνεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης των πολιτών, ευθύνη του κράτους προς εύλογη χρηματική ικανοποίηση των οικείων του θανόντος λόγω ψυχικής οδύνης. Τούτο δε διότι, στις περιπτώσεις αυτές, η προκαλούμενη από την πραγματοποίηση της αστυνομικής επιχείρησης βλάβη συνιστά υπέρμετρη θυσία για τους ενάγοντες (προσβολή του δικαιώματος στη ζωή μέλους της οικογένειάς τους), χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου (βλ. ΣτΕ 622/2021).

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, εν μέσω καταδίωξης στην επαρχιακή οδό Κορίνθου-Επιδαύρου και ένοπλης συμπλοκής αστυνομικών δυνάμεων με κακοποιούς που επέβαιναν σε κλεμμένο όχημα και, όπως εκτιμήθηκε, συγκαταλέγονταν μεταξύ των κακοποιών οι οποίοι είχαν προσφάτως τότε αποδράσει από το κατάστημα κράτησης Τρικάλων, τραυματίστηκε σοβαρά στη ράχη από βολίδα των κακοποιών η Α.Ζ., θυγατέρα και αδελφή των εναγόντων, αντιστοίχως, την ώρα που διερχόταν από το σημείο με το αυτοκίνητό της. Η τραυματίας μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Κορίνθου, όπου απεβίωσε κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας με αιτία θανάτου κακώσεις κοιλίας που είχαν προκληθεί από βολίδα πυροβόλου όπλου. Σύμφωνα με την έκθεση πορίσματος της Ένορκης Διοικητικής Εξετάσεως η οποία διεξήχθη στη συνέχεια με αντικείμενο τις συνθήκες τραυματισμού της θανούσας, οι αστυνομικοί της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης, που είχαν συμμετάσχει στην καταδίωξη είχαν επιδείξει ζήλο και επαγγελματισμό κατά την εκτέλεση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων χωρίς να υποπέσουν σε υπερβολές ή παραλείψεις, γι’ αυτό και με απόφαση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο ως προς το πειθαρχικό σκέλος της.

Το Δικαστήριο, εν πρώτοις, απέρριψε την αγωγή ως προς την κύρια βάση της, η οποία συνάπτεται με τη συνδρομή παράνομης συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων που οδήγησε στον θάνατο της Α.Ζ., με το σκεπτικό ότι όμοια αγωγή των εναγόντων είχε ήδη απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία της, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό (απόφαση 13708/2017 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και απόφαση 3182/2019 του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).

Κατά δεύτερον, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής, δηλαδή την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει αποζημίωση κατ’ ευθεία εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως της συνδρομής παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των οργάνων του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο θάνατος της συγγενούς των εναγόντων είχε επέλθει κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και καταδιωκόμενων υπόπτων στα πλαίσια αστυνομικής επιχείρησης για τη σύλληψή τους, ήτοι κατά την εξέλιξη της νόμιμης και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας διοικητικής δράσης των αστυνομικών οργάνων προς εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και προστασίας των πολιτών. Και ναι μεν, από τα στοιχεία της δικογραφίας προέκυπτε ότι η θανούσα είχε τραυματιστεί από βολίδα προερχόμενη από το όπλο ενός εκ των καταδιωκόμενων δραστών, η οποία είχε εξοστρακιστεί στο οδόστρωμα, ωστόσο, το συμβάν αυτό δεν ήταν άσχετο με την καθ’ όλα νόμιμη επιχειρησιακή απόφαση των αστυνομικών οργάνων να καταδιώξουν το όχημα των υπόπτων, γνωρίζοντας ότι αυτοί έφεραν βαρύ οπλισμό, αλλά εγγραφόταν στην αιτιώδη τροχιά που αυτή είχε προδιαγράψει (πρβλ. ΣτΕ 1704/2019 σκ.12, 484/2018 σκ. 9), ενώ τελούσε σε άμεση χρονική και τοπική εγγύτητα με την ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και υπόπτων που ακολούθησε (πρβλ. ΣτΕ 774/2019, 322/2009). Περαιτέρω, ως αποτέλεσμα της εξέλιξης της ως άνω νόμιμης δράσης των οργάνων του εναγομένου, οι ενάγοντες υπέστησαν βαθύτατη ψυχική οδύνη από τον αιφνίδιο θάνατο της συγγενούς τους, με την οποία συνδέονταν με δεσμούς αγάπης. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι ως άνω βλάβη των εναγόντων, υπό την ειδικότερη μορφή της ψυχικής οδύνης λόγω της προσβολής του υπέρτατου εννόμου αγαθού της ζωής της συγγενούς τους, ήταν μη αναμενόμενη, έβαινε πέραν του συνήθους μέτρου και συνιστούσε υπέρμετρη θυσία την οποία είχαν υποστεί χάριν του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου και δη προς διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της ασφάλειας από τη σύλληψη των κακοποιών, με αποτέλεσμα, εν προκειμένω, να συντρέχει ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου βάσει του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος προς αποκατάσταση αυτής, μέσω της καταβολής εύλογης χρηματικής ικανοποίησης.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο, κατά μερική αποδοχή της αγωγής, επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση λαμβάνοντας υπόψη: α) τις συνθήκες θανάτου της συγγενούς των εναγόντων, η οποία είχε αποβιώσει στο δρόμο της επιστροφής από την εργασία της συνεπεία εποστρακισμού σφαίρας κακοποιού, από τον εξοστρακισμό σφαίρας κακοποιού, β) την ηλικία αυτής κατά το χρόνο του θανάτου της (25 ετών), γ) το βαθμό συγγένειας των δύο πρώτων (γονείς) και των τρίτου και τετάρτου (αδελφών) των εναγόντων με το θύμα, δ) την ηλικία των εναγόντων κατά τον κρίσιμο χρόνο (55 ετών ο πρώτος, 52 ετών η δεύτερη, 27 ετών ο τρίτος και 15 ετών ο τέταρτος), ε) τους δεσμούς αγάπης που συνέδεαν άπαντες των εναγόντων με τη θανούσα, στ) τις σύμφυτες με την καταδίωξη ομάδας οπλισμένων κακοποιών δυσκολίες που αντιμετωπίζει η αστυνομία κατά την άσκηση των καθηκόντων, ζ) το γεγονός ότι ο θάνατος της συγγενούς των εναγόντων είχε προέλθει από τον εποστρακισμό στο οδόστρωμα σφαίρας καταδιωκόμενου κακοποιού κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυροβολισμών μεταξύ αυτού και των αστυνομικών και τέλος, η) το γεγονός ότι η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη αποσκοπεί στην ηθική παρηγοριά και την ψυχική ανακούφιση των συγγενών και δεν πρέπει να οδηγεί σε υπέρμετρο πλουτισμό αυτών, κρίνει ότι οι ενάγοντες υπέστησαν βαθύτατη ψυχική οδύνη από το θάνατο της συγγενούς του

ΔΠρΑθ, 2622/2021,Προσβολή δικαιώματος στην προσωπικότητα,αποζημιωση,TΕΚΝΟΠΟΙΗΣΗ




 Αγωγή για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ επίκληση των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 932 και 57 – 59 του ΑΚ. Προσβολή δικαιώματος στην προσωπικότητα, που περιλαμβάνει και την ελευθερία απόφασης για τεκνοποίηση

ΔΠΑ 2622/2021 ΤΡΙΜΕΛΕΣ 28
Αγωγή για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ επίκληση των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 932 και 57 – 59 του ΑΚ. Προσβολή δικαιώματος στην προσωπικότητα, που περιλαμβάνει και την ελευθερία απόφασης για τεκνοποίηση. Οι ενάγοντες επικαλέστηκαν ότι η προσβολή αυτή επήλθε με μόνη την εξαγωγή και ανακοίνωση σε αυτούς εσφαλμένων και πλημμελών αποτελεσμάτων διαγνωστικών εξετάσεων μοριακού γενετικού ελέγχου για αιμοσφαιρινοπάθειες και μεσογειακά σύνδρομα από το εναγόμενο, εξαιτίας των οποίων αυτοί, πλανηθέντες ως προς την πραγματική κατάσταση της υγείας του ενός ενάγοντος, έλαβαν την απόφαση να τεκνοποιήσουν, με επακόλουθο να γεννηθούν και τα δύο τέκνα τους με την κληρονομική νόσο της μεσογειακής αναιμίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων του α.ν. 1565/1939, του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν.3418/2005), των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. και των άρθρων 57, 59 και 932 του Α.Κ., συνάγεται ότι ευθύνη ν.π.δ.δ. προς καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης στοιχειοθετείται και στην περίπτωση που όργανο του ν.π.δ.δ. διενεργεί διαγνωστική ιατρική πράξη σε ασθενή (δηλαδή σε κάθε χρήστη των υπηρεσιών υγείας) κατά παράβαση των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, αν ο ασθενής υποστεί προσβολή της προσωπικότητάς του σε οποιαδήποτε από τις επί μέρους εκφάνσεις της (όπως το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή και σε ορισμένες προεκτάσεις του, μεταξύ των οποίων η ελεύθερη επιλογή ή μη της τεκνοποίησης πρβλ. Α.Π. 10/2013) από την πιο πάνω πράξη, ανεξάρτητα αν αυτή οφείλεται ή όχι σε υπαιτιότητα του εν λόγω οργάνου. Η σχετική, δε, αξίωση του ασθενούς είναι αυτοτελής σε σχέση με την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που συνίσταται σε βλάβη της υγείας του, προκαλούμενη από ιατρική πράξη που διενεργείται κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης (πρβλ. ΣτΕ 717/2018, 3292/2017, 1326/2017, ΑΠ 10/2013).
Πραγματικά περιστατικά. Νομιμότητα αποδεικτικών μέσων. Πραγματογνωμοσύνη. Στην προκείμενη περίπτωση, ακολουθήθηκαν όλα τα στάδια διάγνωσης αιμοσφαιρινοπαθειών, σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Η ανεύρεση της μετάλλαξης (…) στο β΄ ενάγοντα ήταν συμβατή με τα αιματολογικά του αποτελέσματα και δεν υπήρχε επιστημονικά τεκμηριωμένη ένδειξη για περαιτέρω μοριακό έλεγχο, σύμφωνα με τις διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές κατευθυντήριες οδηγίες. Με βάση τα ευρήματα αυτά, ο μέσος συνετός ιατρός ή γενετιστής δεν θα μπορούσε να οδηγηθεί στην αναζήτηση και της έτερης μετάλλαξης που τελικά διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, λόγω του ότι η συνύπαρξη της ως άνω ευρεθείσας αρχικά μετάλλαξης με την τελευταία είναι εξαιρετικά σπάνια και δεν αναφέρεται σε συγγράμματα ή κατευθυντήριες οδηγίες. Επομένως, η παράλειψη διενέργειας πλήρους προληπτικού μοριακού γενετικού ελέγχου του δεύτερου ενάγοντος κατά την αρχική του εξέταση δεν είναι παράνομη, με την έννοια ότι δεν συνιστά παράβαση των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, και, για το λόγο αυτό, δεν καθιστά εσφαλμένα και πλημμελή τα αποτελέσματα του εν λόγω ελέγχου, ως διαγνωστικής ιατρικής πράξης. Συνακόλουθα, η εξαγωγή και ανακοίνωση στους ενάγοντες των ανωτέρω ορθών και νόμιμων αποτελεσμάτων δεν δύναται να θεμελιώσει ευθύνη του εναγόμενου, κατά τα άρθρα 105 - 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 932 και 57 – 59 του Α.Κ., για καταβολή σε αυτούς εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και λόγω παράνομης προσβολής του δικαιώματός τους στην προσωπικότητα, που περιλαμβάνει και την ελευθερία απόφασης για τεκνοποίηση.

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023

ΔΠρΑθ.2667 /2020 παράνομη σύλληψη,φυλάκιση,αποζημίωση,ευθύνη δικαστικών λειτουργών.

 



Αριθμός απόφασης 2667 /2020

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ


 Τμήμα 8o Τριμελές 


σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2018, με δικαστές τους Ιωάννη Κωτσιάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ., Ιωάννα-Αικατερίνη Ταλιαδούρη (εισηγήτρια) και Ελένη Βασιλοπούλου, Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα τη Βασιλική Τσολάκη, δικαστική υπάλληλο,



1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημα αυτής μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και περιορίσθηκε ως προς το αιτηθέν ποσό με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την παρούσα δικάσιμο (βλ. τα πρακτικά της οικείας δημόσιας συνεδρίασης), που επαναλήφθηκε με το υπόμνημα, ο ενάγων ζητεί παραδεκτώς να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, το ποσό των 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ. - Π.Δ. 456/1984 Α΄164) σε συνδυασμό με τα άρθρα 932 και 59 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.), για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τη σύλληψη και κράτησή του στο Τμήμα Ασφαλείας Πετρούπολης Αττικής, λόγω συνωνυμίας του με διωκόμενο πρόσωπο, εξαιτίας παρανόμων, κατά τους ισχυρισμούς του, πράξεων και παραλείψεων αστυνομικών και δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και εισαγγελικών λειτουργών. 


2. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ. - Π.Δ. 456/1984 Α΄164), ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του δημοσίου συμφέροντος (…)». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθείσας σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας (ΣτΕ 1776/2019, 1963/2018 επταμ., 1634/2017, 707/2016, 4010/2015, 3040/2014, 3766/2013 κ.ά.). Οι ως άνω προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς (ΣτΕ 1957/2018, 2511, 1320/2017, 1613, 473/2016, 2668/2015, 1826/2014, 237/2011 επταμ. κ.ά.). Στην τελευταία περίπτωση, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, τα δικαστήρια της ουσίας δύνανται, μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσουν στον ζημιωθέντα εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 του Α.Κ. (ΣτΕ 1210/2019, 717/2018, 3292/2017, 3539/2015, 1190, 2202/2014, 1782/2013 κ.ά.), αλλά και σύμφωνα με τα άρθρα 57 και 59 του Α.Κ., εφόσον η προσωπικότητά του έχει προσβληθεί από παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ανεξάρτητα από την υπαιτιότητά τους (ΣτΕ 410/2016, 300/2010, 1970, 1329/2009, 2536/2008, 2891/1999 επταμ., 4913/1998).


3. Επειδή, περαιτέρω, η ως άνω διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ορίζοντας ως προϋπόθεση για την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τον παράνομο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης, έχει ευθεία εφαρμογή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσης οργάνων της νομοθετικής εξουσίας (νομοθέτηση ή παράλειψη νομοθέτησης αντικείμενη σε κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος) και της εκτελεστικής εξουσίας κατά την εφαρμογή του νόμου στην ατομική περίπτωση (παράβαση της αρχής της νομιμότητας). Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται ευθέως σε ζημιογόνες πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας διότι, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω απλώς εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ή απλώς εσφαλμένης εκτίμησης των πραγμάτων από δικαστικό λειτουργό, δεν είναι συμβατή με τη φύση του δικαστικού έργου, ως εκ της οποίας το Σύνταγμα εγγυάται στον δικαστικό λειτουργό τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του. Ενόψει της φύσης του δικαστικού έργου, μόνον πρόδηλο σφάλμα του δικαστικού λειτουργού επισύρει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση. Εφόσον δε το Σύνταγμα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ.5 αυτού, δεν ανέχεται να παραμένουν αναποζημίωτες ζημίες που κάποιος υφίσταται από ενέργειες οποιουδήποτε κρατικού οργάνου, μέχρις ότου ο νομοθέτης ρυθμίσει ειδικώς την ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις οργάνων της δικαστικής λειτουργίας, το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. έχει ανάλογη εφαρμογή σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας από πράξεις των οργάνων αυτών, η οποία μπορεί να αποδοθεί σε πρόδηλο σφάλμα τους. Ο δε πρόδηλος χαρακτήρας του σφάλματος της κρίσης του οργάνου της δικαστικής λειτουργίας προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης περίπτωσης, βάσει των οποίων η δικαστική πλάνη καθίσταται συγγνωστή ή ασύγγνωστη (ΣτΕ 2168/2016 επταμ., 1330, 1047/2016, 48/2016 επταμ., 1501/2014 Ολομ.). 


4. Επειδή, ακόμη, στο άρθρο 300 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ. - Π.Δ. 456/1984 Α΄64), το οποίο έχει εφαρμογή επί αποζημίωσης από οποιαδήποτε αιτία και αν αυτή προέρχεται, άρα και στην περίπτωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.ΑΚ, ορίζεται ότι: «Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε, παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει. (…)».


5. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ.3 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανένας δεν καταδιώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος. Εξάλλου, ο Ν.2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, σύσταση Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (Α΄41), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει, στο άρθρο 8 ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφάλειας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. 2. ... 5. Η άσκηση της αστυνομίας δημόσιας ασφάλειας περιλαμβάνει ιδίως: α. ... η. Την αναζήτηση και σύλληψη των διωκόμενων προσώπων. 6. ... 8. Η έκταση των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας που εμπίπτουν στα κατά τις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού θέματα της αποστολής της, προσδιορίζεται από τις ισχύουσες κάθε φορά για τα θέματα αυτά διατάξεις». Στις διατάξεις, που προσδιορίζουν τις κατά τα ανωτέρω αρμοδιότητες της Ελληνικής Αστυνομίας, περιλαμβάνεται και το Π.Δ. 141/1991 «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών» (Α΄58), το οποίο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει στο άρθρο 74 ότι: «1. Αποστολή του αστυνομικού σκοπού είναι η επαγρύπνηση για κάθε θέμα που ενδιαφέρει την αστυνομία. Είναι το κυριότερο όργανο με το οποίο η οικεία Υπηρεσία ενημερώνεται για κάθε αντικείμενο της αρμοδιότητάς της. 2. …15. Ο αστυνομικός σκοπός, ως προς την τήρηση της τάξης και ασφάλειας έχει τα ακόλουθα, κυρίως, καθήκοντα: α. Αγρυπνεί για την πρόληψη κάθε εγκλήματος και σε περίπτωση διάπραξής του μεριμνά για τη σύλληψη και προσαγωγή των δραστών στο αστυνομικό κατάστημα ή το αρμόδιο δικαστήριο, εφόσον αυτό είναι δυνατό και επιτρέπεται από το Νόμο. (…). β. .. θ. Οδηγεί στο αστυνομικό κατάστημα για εξέταση άτομα τα οποία στερούνται στοιχείων αποδεικτικών της ταυτότητάς τους ή τα οποία, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των περισσοτέρων και της συμπεριφοράς του δημιουργούν υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο αστυνομικό κατάστημα άτομα δέον όπως μην παραμένουν σε αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν. ι. … 17. …», στο άρθρο 107 ότι: «1. Η σύλληψη, με την οποία ο πολίτης στερείται του συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων. α. … β. Αν πρόκειται για πρόσωπο που καταδιώκεται νόμιμα. 2. … 3. Σε αυτούς που συλλαμβάνονται βάσει καταδιωκτικού εγγράφου, πρέπει κατά τη στιγμή της σύλληψης να κοινοποιείται το καταδιωκτικό έγγραφο βάσει του οποίου γίνεται η σύλληψη. Ως κοινοποίηση θεωρείται και η επίδειξη στο συλλαμβανόμενο του σχετικού μέρους του Δελτίου Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ή της Ειδικής Εγκυκλίου Αναζητήσεως. Στα έγγραφα αυτά πρέπει να μνημονεύονται τα στοιχεία ταυτότητας του καταδιωκόμενου, ο αριθμός και η χρονολογία του βουλεύματος ή εντάλματος σύλληψης, ο ανακριτής που το εξέδωσε και η αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε ή τα αντίστοιχα στοιχεία των λοιπών καταδιωκτικών εγγράφων βάσει των οποίων γίνεται η σύλληψη και ακόμη να υπάρχει στο τέλος τυπωμένη η υπογραφή και η σφραγίδα του διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών», στο άρθρο 108 ότι: «1. Η σύλληψη διωκόμενων προσώπων, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, ενεργείται οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύκτας (…)», στο άρθρο 119 ότι: «Κατά τη σύλληψη πρέπει να τηρούνται πιστά οι επόμενοι κανόνες: α. Εξακριβώνεται η ταυτότητα του προσώπου που συλλαμβάνεται. β. Αν η σύλληψη γίνεται βάσει καταδιωκτικού εγγράφου, κοινοποιείται στο συλλαμβανόμενο, κατά τη στιγμή της σύλληψης, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 107 του παρόντος. γ. ...», στο άρθρο 120 ότι: «1. Οι αστυνομικοί κατά τη σύλληψη, πρέπει να ενεργούν με σύνεση και σταθερότητα, να τηρούν άψογη συμπεριφορά και να αποφεύγουν κάθε ενέργεια που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλει την αξιοπρέπειά του. 2. ...», στο άρθρο 122 ότι: «1. Τα πρόσωπα που συλλαμβάνονται αποστέλλονται ως εξής: α... δ.Οι λοιποί καταδιωκόμενοι, στην αρχή ή το δικαστήριο που ζήτησε τη σύλληψή τους. 2. ...» και στο άρθρο 123 ότι: «1. Η αναζήτηση και σύλληψη των καταδιωκομένων προσώπων αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας. 2. Καταδιωκόμενοι θεωρούνται τα πρόσωπα σε βάρος των οποίων εκκρεμεί έγγραφο αρμόδιας αρχής, με το οποίο ζητείται νόμιμα η σύλληψή τους. Τέτοια έγγραφα είναι τα εξής: α. ... γ. Εκτελεστή καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου, με την οποία επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας ή εισαγωγή σε θεραπευτικό κατάστημα (...). δ. … 3. Τα καταδιωκτικά έγγραφα της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου διαβιβάζονται από τις αρμόδιες αρχές στη Διεύθυνση Ασφάλειας ή Αστυνομική Διεύθυνση του τόπου κατοικίας των καταδιωκομένων για εκτέλεση. 4. Οι Διευθύνσεις Ασφαλείας ή Αστυνομικές Διευθύνσεις καταχωρούν τα καταδιωκτικά έγγραφα της παραγράφου 2 του παρόντος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και τα διαβιβάζουν στα αρμόδια Τμήματα Ασφάλειας ή Αστυνομικά Τμήματα γενικής αρμοδιότητας για την εκτέλεση, αφού κρατήσουν αντίγραφα στους φακέλους τους για έλεγχο της έγκαιρης εκτέλεσής τους (...). 5. Οι διοικητές των Τμημάτων Ασφάλειας και των Αστυνομικών Τμημάτων γενικής αρμοδιότητας, μόλις λάβουν καταδιωκτικό έγγραφο, οφείλουν να δραστηριοποιήσουν το προσωπικό τους για την εκτέλεσή του και συμμετέχουν προσωπικά όταν πρόκειται για σοβαρή περίπτωση ή επικίνδυνο καταδιωκόμενο. (...). 6. Αν μέσα σε δύο μήνες δεν συλληφθεί ο καταδιωκόμενος και δε διαφαίνεται πιθανή η σύλληψή του μέσα σε σύντομο χρόνο επειδή είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει στο εξωτερικό ή κρύπτεται επιμελώς, η αρμόδια για την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου Υπηρεσία υποβάλλει στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών αγγελία αναζήτησης, με κυρωμένο αντίγραφο του καταδιωκτικού εγγράφου και ενημερώνει περί της αδυναμίας εκτελέσεως τη Διεύθυνση Aσφαλείας ή Αστυνομική Διεύθυνση από την οποία διαβιβάσθηκε το καταδιωκτικό έγγραφο, καθώς και την Αρχή που ζήτησε την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου. Η οικεία Διεύθυνση Ασφαλείας ή Αστυνομική Διεύθυνση, θέτει σχετική ένδειξη επί του καταχωρημένου στον ηλεκτρονικό υπολογιστή καταδιωκτικού εγγράφου για να περιληφθεί στο Δελτίο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων. Η Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών προβαίνει στην καταχώρηση του καταδιωκτικού εγγράφου στο Δελτίο Εγκληματολογικών αναζητήσεων και γνωστοποιεί τον αύξοντα αριθμό καταχώρησης στην αρμόδια για την εκτέλεση του εγγράφου Υπηρεσία. 7. ... 9. Για κάθε καταδιωκόμενο καταρτίζεται, από όλες τις εμπλεκόμενες Υπηρεσίες, ιδιαίτερος φάκελος που τηρείται εκκρεμής μέχρι να συλληφθεί ή να λήξει με οποιοδήποτε τρόπο η ισχύς του καταδιωκτικού εγγράφου. Επίσης καταχωρίζεται στο βιβλίο φυγοποίνων-φυγοδίκων, που ενημερώνεται για κάθε μεταβολή. 10. Όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας αναζητούν και συλλαμβάνουν, με τις νόμιμες διατυπώσεις, κάθε καταδιωκόμενο πρόσωπο, για το οποίο έχει εκδοθεί Ειδική Εγκύκλιος Αναζητήσεων ή φέρεται γραμμένο στο Δελτίο Εγκληματολογικών Αναζητήσεων ή το Γενικό Ονομαστικό Εγκληματολογικό Ευρετήριο των καταδιωκομένων. Για το λόγο αυτό οφείλουν να έχουν διαρκώς υπόψη τους τα έγγραφα αυτά για να αναζητούν τους καταδιωκομένους που περιλαμβάνουν. 11. Για τη συστηματική αναζήτηση και τον εντοπισμό των καταδιωκομένων τηρούνται στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών και ενημερώνονται απ' αυτή, το Γενικό Ονομαστικό Ευρετήριο και η μηχανογραφική εφαρμογή του Δελτίου Εγκληματολογικών Αναζητήσεων. Επίσης, με μέριμνα των Διευθύνσεων Ασφαλείας και Αστυνομικών Διευθύνσεων Χώρας, τηρείται και ενημερώνεται ενιαίο ηλεκτρονικό αρχείο για τα διωκτικά έγγραφα περιφερείας τους. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες για την τήρηση του ανωτέρω ευρετηρίου και των σχετικών μηχανογραφικών εφαρμογών, ο τρόπος κατάρτισης και ενημέρωσης αυτού και κάθε άλλη συναφής λεπτομέρεια, καθορίζονται με κανονιστική Διαταγή του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. 12. Από τα ενημερωμένα ευρετήρια της προηγούμενης παραγράφου αναζητούνται στοιχεία για κάθε άτομο που απασχολεί τις Υπηρεσίες για οποιοδήποτε λόγο ή είναι άγνωστο και κρίνεται ύποπτο, η ίδια έρευνα γίνεται για τους πελάτες των ξενοδοχείων και λοιπών καταλυμάτων, βάσει των δελτίων άφιξης που υποβάλλονται στις αστυνομικές αρχές. (...). 13. ... 15. Όταν, κατά την εκτέλεση καταδιωκτικών εγγράφων, υπάρχουν αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις για την ταυτότητα του συλληφθέντος ή την ισχύ του καταδιωκτικού εγγράφου, πρέπει να γίνεται προσεκτική έρευνα και επιβεβαίωση πριν αποφασισθεί η εκτέλεση του καταδιωκτικού».


6. Επειδή, επιπλέον, το Π.Δ. 254/2004 «Κώδικας δεοντολογίας του αστυνομικού» (Α΄238), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 28 παρ.1 του Ν.2800/2000, 53 παρ.1 του Ν.1481/1984 και 29Α του Ν.1558/1985 και ρυθμίζει την υπηρεσιακή συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων, ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «Ο αστυνομικός: α. Υπηρετεί τον Ελληνικό Λαό και εκτελεί τα καθήκοντά του, όπως ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. β. Υποχρεούται να σέβεται την αξία του ανθρώπου και να μεριμνά για την προστασία των δικαιωμάτων του ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. γ. Ενεργεί πάντοτε με σκοπό την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νομίμων συμφερόντων των πολιτών. δ. Ενεργεί κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του, με βάση τις αρχές της νομιμότητας, της αναλογικότητας, της επιείκειας, της χρηστής διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και του σεβασμού της διαφορετικότητας των ατόμων», στο άρθρο 2 ότι: «Ο αστυνομικός: α. ... β.Εφαρμόζει τον νόμο με κοινωνική ευαισθησία και ουδέποτε υπερβαίνει τα επιτρεπόμενα όρια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχεται. (…) γ. ... στ.Ενεργεί για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με σκοπό τη διασφάλιση του σεβασμού των δικαιωμάτων όλων των πολιτών και την απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση (…) και επιβάλλει μόνον τους κατά περίπτωση αναγκαίους και προβλεπόμενους από το νόμο περιορισμούς δικαιωμάτων. ζ. ...», στο άρθρο 3 ότι: «Ο αστυνομικός: α. Ενεργεί σύλληψη ατόμου όταν αυτό προβλέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου. Κατά τη σύλληψη ενεργεί με σύνεση και σταθερότητα, τηρεί άψογη συμπεριφορά και αποφεύγει κάθε πράξη που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του συλληφθέντος και γενικά να προσβάλει την αξιοπρέπειά του (...). β. Ενημερώνει αμέσως τον κρατούμενο για τον λόγο της σύλληψης και κράτησής του, για τις εναντίον του κατηγορίες, τα δικαιώματά του και για τη διαδικασία που εφαρμόζεται στην περίπτωσή του. (...). γ ... ι. Προσάγει τον κρατούμενο το ταχύτερο και οπωσδήποτε εντός των νομίμων προθεσμιών ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής ή άλλης αρχής. ια. … ιγ. Καταχωρεί στα επίσημα βιβλία της Υπηρεσίας του κάθε σύλληψη και κράτηση ατόμου» και στο άρθρο 6 ότι: «Ο αστυνομικός: α. ... δ. Εκτελεί τις διαταγές των ανωτέρων του και ευθύνεται για τη μη εκτέλεση ή την πλημμελή εκτέλεσή τους (…). ε. ...».


7. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται ότι η σύλληψη, με την οποία ο πολίτης στερείται του συνταγματικά κατοχυρωμένου ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις που καθορίζονται από τις διατάξεις του Συντάγματος και των νόμων. Εξάλλου, η αναζήτηση και σύλληψη των προσώπων που διώκονται νομίμως, όπως είναι και οι διωκόμενοι δυνάμει εκτελεστής καταδικαστικής απόφασης δικαστηρίου με την οποία επιβάλλεται ποινή στερητική της ελευθερίας, αποτελεί ένα από τα κύρια καθήκοντα της Ελληνικής Αστυνομίας, που αποσκοπεί στην προάσπιση της δημόσιας ασφάλειας και ευταξίας και στην απρόσκοπτη κοινωνική διαβίωση των πολιτών. Περαιτέρω, με τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 123 του Π.Δ. 141/1991 καθιερώνεται ειδική διαδικασία αναζήτησης και σύλληψης των διωκόμενων ατόμων, την οποία οφείλουν να τηρούν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα. Ειδικότερα, κατά τη σύλληψη πρέπει να εξακριβώνεται η ταυτότητα του προσώπου που συλλαμβάνεται, εάν δε κατά τη διάρκεια αστυνομικού ελέγχου, διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος φέρεται ως πρόσωπο διωκόμενο, πλην όμως υπάρχουν αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις για το εάν πράγματι πρόκειται για το άτομο που διώκεται και, δεδομένου ότι τούτο έχει ως συνέπεια την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου με τη σύλληψη του διωκομένου, τα αστυνομικά όργανα οφείλουν να προβαίνουν σε προσεκτική έρευνα και επιβεβαίωση πριν αποφασίσουν την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των ενδεδειγμένων ενεργειών, υπό δεδομένες συνθήκες, για την αντιμετώπιση κάθε υπόθεσης, ανήκει στη διακριτική εξουσία των αστυνομικών οργάνων, ελέγχεται δε μόνον ως προς την κακή χρήση της ή την κατάχρηση εξουσίας (ΣτΕ 950/2014, 322/2009, ΔΕφΑθ 3182, 3434/2019 κ.ά.).


8. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 13 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠοινΔικ), που κυρώθηκε με το Π.Δ. 258/1986 (Α΄121) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζεται ότι: «Οι αστυνομικές αρχές και η χωροφυλακή οφείλουν να εκτελούν χωρίς καμία χρονοτριβή τις παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών (...)», στο άρθρο 77 ότι: «1. Αν υπάρχουν αμφιβολίες ότι το πρόσωπο που εμφανίσθηκε στην ανάκριση ή στο ακροατήριο είναι πράγματι το διωκόμενο, ο ανακριτής ή το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας προχωρούν από μόνοι τους στη βεβαίωση της ταυτότητας, χρησιμοποιώντας κάθε αποδεικτικό μέσο. Στην περίπτωση αυτή είναι δυνατό να ανασταλεί η ποινική διαδικασία για το πρόσωπο αυτό, ωσότου βεβαιωθεί η ταυτότητά του. 2. Αν η ταυτότητα του κατηγορουμένου δεν μπορεί να αποδειχθεί, βεβαιώνεται το γεγονός αυτό στην απόφαση και ταυτόχρονα διατάσσεται η απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί ή που κρατείται προσωρινά, ωσότου εξακριβωθεί η ταυτότητα. Ο δικαστής, ανάλογα με τις περιστάσεις, μπορεί να επιβάλει στον απολυόμενο την καταβολή εγγύησης ή άλλους όρους (...). 3. …» και στο άρθρο 140 ότι: «Τα Πρακτικά της συνεδρίασης συντάσσονται από τον γραμματέα με ευθύνη δική του, καθώς και με ευθύνη του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση. Τα πρακτικά μνημονεύουν: α) ... γ) το ονοματεπώνυμο και ό,τι άλλο συντελεί στην εξακρίβωση της ταυτότητας του κατηγορουμένου, των διαδίκων, των εκπροσώπων τους και των συνηγόρων δ)...». Περαιτέρω, στο άρθρο 546 του ίδιου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις. 2. …», στο άρθρο 549 ότι: «1. Για την εκτέλεση της απόφασης φροντίζει αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος του δικαστηρίου που την έχει εκδώσει (...). 2. ...», στο άρθρο 556 ότι: «Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής μπορεί να αναβληθεί: α) … δ) αν η ποινή δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, για αποδεδειγμένες οικογενειακές ή επαγγελματικές ανάγκες και έως έξι το πολύ μήνες, ε) …», στο άρθρο 564 ότι: «1. Αν προκύπτουν αμφιβολίες για την ταυτότητα εκείνου που έχει συλληφθεί για να εκτίσει την ποινή (…), ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου όπου έγινε η σύλληψη εξετάζει εκείνον που έχει συλληφθεί και ενεργεί κάθε έρευνα ή ένορκη εξέταση μαρτύρων χρήσιμη για τη βεβαίωση της ταυτότητας. Αν ο εισαγγελέας βεβαιωθεί ότι αυτός που έχει συλληφθεί δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε, διατάσσει με αιτιολογημένη διάταξη την άμεση απόλυσή του. Αν έχει δισταγμούς ή αν αυτός που έχει συλληφθεί επιμένει ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάστηκε ή εκείνος που δραπέτευσε, ο εισαγγελέας προκαλεί απόφαση του δικαστηρίου πλημμελειοδικών όπου υπηρετεί και αυτό εφαρμόζει, αν υπάρχει περίπτωση, το άρθρο 77. 2. Αν αυτός εναντίον του οποίου γίνεται η εκτέλεση έχει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου που αναγράφεται στην απόφαση, δεν είναι όμως εκείνος που κατηγορήθηκε ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη για την οποία επακολούθησε καταδίκη και που έχει στην πραγματικότητα άλλο ονοματεπώνυμο, ο κατά την παρ.1 εισαγγελέας προκαλεί την απόφαση του κατά το άρθρου 145 παρ.2 αρμόδιου δικαστηρίου. Το δικαστήριο βεβαιώνει το γεγονός αυτό και διορθώνει το ονοματεπώνυμο του καταδικασμένου, το οποίο έχει αναγραφεί εσφαλμένα στην εκτελούμενη απόφαση, ή και άλλα στοιχεία της ταυτότητάς του (άρθρο 76 και 145 παρ.2), με την προϋπόθεση όμως ότι ο πραγματικός ένοχος είχε προσκληθεί στη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, έστω και με το όνομα που εσφαλμένα είχε αναγραφεί σε αυτήν. Διαφορετικά, εφαρμόζεται υπέρ εκείνου που εσφαλμένα καταδικάστηκε η διάταξη της παρ.1 αριθ. 2 του άρθρου 525 για την επανάληψη της διαδικασίας. Στο μεταξύ αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης εναντίον εκείνου που καταδικάστηκε από πλάνη». Εξάλλου, στο άρθρο 162 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «Το αποδεικτικό της επίδοσης, που συντάσσεται σύμφωνα με το άρθρο 161, έχει αποδεικτική δύναμη ωσότου προσβληθεί για πλαστότητα. Η προσβολή του ως πλαστού δεν εμποδίζει την ποινική δίκη να προχωρήσει, αν το δικαστήριο κρίνει ότι αυτός στον οποίο έγινε η επίδοση πληροφορήθηκε έγκαιρα το περιεχόμενο του εγγράφου που επιδόθηκε. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν λείπει κάποιο στοιχείο που αναφέρεται στο κύρος του αποδεικτικού εγγράφου. Ως προς το ζήτημα αυτό αιτιολογημένα αποφασίζει το δικαστήριο». 


9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τα ιστορούμενα στην αγωγή, προκύπτουν τα εξής: Με την *-2004 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εκδοθείσα ερήμην σε βάρος του *αγνώστων λοιπών στοιχείων, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών και χρηματική ποινή 600 ευρώ για παράβαση του νόμου περί επιταγών (έκδοση ακάλυπτης επιταγής). Στα πλαίσια εκτέλεσης της ως άνω απόφασης (καταδιωκτικό έγγραφο), στις *2009, ημέρα Παρασκευή και περί ώρα 20.30, ο ενάγων, * τ.... σύμφωνα με το τηρούμενο αρχείο του Τμήματος Ασφαλείας (Τ.Α.) *, συνελήφθη από αστυνομικούς του εν λόγω Τ.Α. εντός του καταστήματος πώλησης οπτικών ειδών, που διατηρούσε στην * και προσήχθη στο ως άνω Τ.Α. Όπως, δε, αναφέρεται στο από* έγγραφο της Διεύθυνσης Ασφάλειας *), αρχικώς, η ως άνω καταδικαστική απόφαση είχε αποσταλεί από την Εισαγγελία Αθηνών στο *, καθόσον ο καταδικασθείς φερόταν ως κάτοικος *, το Τ.Α. *απέστειλε προς την Δ.Α.Α., μέσω τηλεμοιοτυπίας, την* αναφορά, προκειμένου να εξακριβωθεί αν ο ανωτέρω διώκεται, η δε Δ.Α.Α., με την *απαντητική διαταγή της, γνωστοποίησε ότι διώκεται άτομο με τα στοιχεία *, «α.λ.σ.» (αγνώστων λοιπών στοιχείων), κάτοικος *, ενώ, από περαιτέρω έλεγχο στο αρχείο ταυτοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας, βεβαιώθηκε ότι το άτομο με τα ως άνω στοιχεία είναι μοναδικό και δεν υπάρχει άλλο. Κατόπιν αυτών και ενόψει του ότι τα στοιχεία του καταδικασθέντος με την ως άνω * απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήταν ίδια με αυτά του ενάγοντος και προσαχθέντος ενώπιον του Τ.Α. * στις *, ο ενάγων, «γεννηθείς την 2* στο *, επαγγέλματος οπτικός», συνελήφθη στις 20.40 της ίδιας ημέρας από την εκτελούσα χρέη αξιωματικού υπηρεσίας του ανωτέρω Τ.Α. (βλ. την από* έκθεση σύλληψης της*) και κρατήθηκε στα κρατητήρια του Τ.Α. * παρότι ο ίδιος αρνούνταν εξαρχής οποιαδήποτε σχέση με τον καταδικασθέντα με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση και φέροντα το ίδιο όνομα και επώνυμο. Την επόμενη ημέρα και δη στις*, ημέρα *, ο ενάγων μετήχθη αρχικώς στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής (Γ.Α.Δ.Α.) για λήψη φωτογραφιών και δακτυλικών αποτυπωμάτων και, εν συνεχεία, συνοδεία αστυνομικών, οδηγήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης Αθηνών, προέβη δε αυθημερόν σε εξαγορά της ποινής της οικείας καταδικαστικής απόφασης, με την καταβολή του χρηματικού ποσού των *ευρώ ... με συνέπεια να αφεθεί ελεύθερος, κατόπιν της * παραγγελίας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Στις *, ο ενάγων κατέθεσε ενώπιον της ως άνω Εισαγγελίας την από * αίτηση αντιρρήσεων, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, ζητώντας να διαπιστωθεί, αφενός, ότι δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον καταδικασθέντα με την * απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και ότι επρόκειτο για απλή συνωνυμία και, συνεπώς, εσφαλμένως εκτελέσθηκε σε βάρος του η απόφαση αυτή, αφετέρου δε, να εκδοθεί διάταξη, με την οποία να δίδεται εντολή στις αρμόδιες αρχές για διαγραφή της σχετικής καταδίκης από το ποινικό μητρώο του και για επιστροφή του χρηματικού ποσού, που ο ίδιος κατέβαλε για τη εξαγορά της ποινής. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ο ενάγων προσκόμισε και επικαλέσθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία: ....... επέμενε όμως ότι δεν είναι το πρόσωπο που καταδικάσθηκε, η ως άνω αίτησή του εισήχθη από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όπως προβλέπεται από το άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκειμένου να αρθούν οι αμφιβολίες ως προς την ταυτότητα του καταδικασθέντος, με την πρόκληση έκδοσης δικαστικής απόφασης, ώστε να σχηματισθεί ασφαλής δικανική κρίση, δεδομένου, επιπροσθέτως, ότι το εν λόγω αδίκημα διώκεται κατ’ έγκληση και έπρεπε να κληθούν οι εγκαλούντες. Με την * απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η εν λόγω αίτηση του ενάγοντος, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτησή της, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι ασκήθηκε μετά την εκτέλεση της ποινής, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε προβεί στην εξαγορά της. Εξάλλου, με το από * έγγραφο του καταστήματος * της τράπεζας *”, γνωστοποιήθηκε στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, μετά από σχετική αίτησή του, ότι από την επεξεργασία των αρχείων της τράπεζας προέκυψε ότι ο πελάτης της και εκδώσας την επιταγή *Ακολούθως, ο ενάγων επανήλθε διαμαρτυρόμενος για την υπόθεσή του, τόσο ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με την κατάθεση της από * νέας αίτησης κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, καθώς και της από * αίτησης περί επιστροφής σε αυτόν του καταβληθέντος ποσού, όσο και ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την από * επίδοση σε αυτούς της από *εξώδικης δήλωσης-αναφοράς-καταγγελίας. Επιπλέον, ενόψει του ως άνω από * απαντητικού εγγράφου της τράπεζας * προς τον ενάγοντα, η αρμόδια Εισαγγελέας ζήτησε από την ίδια τράπεζα στις * να της γνωστοποιήσει τα στοιχεία του πελάτη της *, εκδότη της σφραγισθείσας επιταγής βάσει της οποίας εκδόθηκε η ως άνω ποινική απόφαση. Κατόπιν αυτών, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών επανεκτίμησε το σύνολο των εγγράφων, που είχαν προσκομισθεί από τον ενάγοντα, αλλά και τις πληροφορίες που η ίδια ζήτησε κατά τα ανωτέρω και έλαβε από την τράπεζα *, βεβαιώθηκε, δε, ότι ο ενάγων τυγχάνει διαφορετικό πρόσωπο από τον εκδότη της επιταγής και αληθώς καταδικασθέντα και, συνακόλουθα, ήρθη η αμφιβολία περί της ταυτότητας του καταδικασθέντος και για τον λόγο αυτό, στις*, δόθηκε εντολή να επιστραφεί στον ενάγοντα το ποσό που είχε καταβάλει. Περαιτέρω, η * απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εστάλη από την Εισαγγελία προς εκτέλεση εναντίον του πράγματι καταδικασθέντος, *, αντί του ενάγοντος, *


10. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το από * νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η σύλληψή του, σε εκτέλεση καταδικαστικής ποινικής απόφασης που αφορούσε άλλο πρόσωπο, καθώς και η κράτησή του και η κίνηση της περαιτέρω ποινικής διαδικασίας, παρά τις έντονες αντιδράσεις του, για να διαπιστωθεί τελικά η συνωνυμία του με τον πραγματικό φυγόποινο και να αφεθεί ελεύθερος, οφείλεται αποκλειστικά στην πλημμελή άσκηση των καθηκόντων και στην παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων του Τ.Α. *, των δικαστικών υπαλλήλων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και των αρμοδίων εισαγγελικών λειτουργών, να αντιπαραβάλουν αμέσως τα στοιχεία του με εκείνα του πραγματικού φυγόποινου. Και τούτο, διότι από την αντιπαραβολή, αφενός μεν, των στοιχείων του διωκόμενου στο σώμα της ποινικής απόφασης, σε συνδυασμό με τα τηρούμενα στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφετέρου δε, των στοιχείων του ενάγοντος, θα προέκυπτε εξαρχής και ανενδοίαστα ότι ο ίδιος δεν ταυτίζεται με το πρόσωπο του φυγόποινου (διαφορετικό πατρώνυμο, μητρώνυμο, αριθμός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και φορολογικού μητρώου, διεύθυνση κατοικίας και έτος γέννησης). Ειδικότερα, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, παρά τις επίμονες διαμαρτυρίες του για τα ανωτέρω, συνελήφθη από αστυνομικά όργανα και υπέστη λοιδορίες και ανάρμοστη συμπεριφορά, κρατήθηκε, δε, ακολούθως, σε υπόγειο κελί του Τ.Α.* υπό άθλιες συνθήκες, μαζί με κοινούς εγκληματίες. Ότι, όταν οδηγήθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης Αθηνών, συνεπικουρούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, προέβαλε προφορικές αντιρρήσεις του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ και προσκόμισε έγγραφα στοιχεία, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, αποδείκνυαν ότι η επαγγελματική δραστηριότητα και η κατοικία του ήταν σε άλλες διευθύνσεις και όχι στην αναγραφόμενη στην οικεία ποινική απόφαση, ενώ, επιπλέον, υπέβαλε προφορικά και αίτημα προσωρινής αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης της ποινής για μικρό χρονικό διάστημα (άρθρο 556 του ΚΠοινΔικ), ώστε να αποδειχθεί με περαιτέρω έρευνα ότι δεν ήταν αυτός που καταδικάσθηκε. Ότι, το εν λόγω αίτημα απορρίφθηκε από τον ανωτέρω Εισαγγελέα, με την αιτιολογία ότι η Εισαγγελία δεν γνώριζε αν υπήρχαν σε βάρος του άλλες εκκρεμείς αποφάσεις, που ενδεχομένως να υπερέβαιναν το προβλεπόμενο όριο ποινών για χορήγηση αναστολής ή αναβολής εκτέλεσης με εισαγγελική διάταξη, καθώς και ότι τέτοια έρευνα ήταν αδύνατη, εφόσον εκείνη την ώρα δεν λειτουργούσε το τμήμα εκτέλεσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, στην πραγματικότητα, το εν λόγω τμήμα λειτουργούσε με προσωπικό ασφαλείας, που θα μπορούσε να ερευνήσει τον σχετικό φάκελο φυγοποίνων, ώστε να διαπιστώσει αν υπήρχαν άλλες αποφάσεις σε βάρος του. Αποτέλεσμα τούτων ήταν, κατά τα προβαλλόμενα από τον ενάγοντα, ο ίδιος να αναγκασθεί να ανεύρει, μέσω δανεισμού από φίλους του λόγω μη λειτουργίας των τραπεζών, το ποσό των 3.830,52 ευρώ και να το καταβάλει στην Δ.Ο.Υ. * στις *, προκειμένου να εξαγοράσει την ποινή και να αφεθεί ελεύθερος. Ότι, στη συνέχεια, υπέβαλε στην Εισαγγελία την από * αίτηση, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ, ζητώντας να διαπιστωθεί ότι δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον καταδικασθέντα με την *απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και ότι επρόκειτο για απλή συνωνυμία. Όμως, ο αρμόδιος Εισαγγελέας εισήγαγε προς συζήτηση την εν λόγω αίτηση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, παρότι είχε τη δυνατότητα να την κρίνει ο ίδιος εκδίδοντας σχετική διάταξη, ενώ, ο ενάγων δεν είχε καμία ενημέρωση για την τύχη της αίτησής του έως τον Ιούνιο του *, οπότε κατόπιν δικής του έρευνας πληροφορήθηκε ότι αυτή είχε συζητηθεί ερήμην του και είχε απορριφθεί με την *9 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να έχει κληθεί νομίμως να παρασταθεί κατά την εκδίκασή της. Και τούτο, διότι το περιλαμβανόμενο στην ποινική δικογραφία από * αποδεικτικό επίδοσης-θυροκόλλησης της κλήσης του ενάγοντος στο ακροατήριο, περιέχει ψευδή βεβαίωση, κατά τους ισχυρισμούς του, εφόσον βεβαιώνεται ψευδώς με αυτό ότι, κατά την ως άνω ημερομηνία και περί ώρα 10.10 π.μ., ημέρα Σάββατο, ο αρμόδιος υπάλληλος της Εισαγγελίας προσήλθε στο κατάστημά του *, δεν βρήκε κανέναν και θυροκόλλησε τη σχετική κλήση, ενώ, στην πραγματικότητα, το κατάστημα ήταν ανοικτό και λειτουργούσε με την παρουσία του ενάγοντος και των υπαλλήλων του. Ότι, μετά ταύτα, στις *0, ο ενάγων υπέβαλε εκ νέου αίτηση του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ ενώπιον της Εισαγγελίας και διαμαρτυρήθηκε, με αποτέλεσμα, μετά από επικοινωνία της τελευταίας με την τράπεζα *, να αποδειχθεί ότι αυτός δεν ήταν ο πελάτης της και εκδότης της επιταγής, αλλά ότι επρόκειτο για συνωνυμία και να δοθεί εισαγγελική εντολή να επιστραφεί στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό της εξαγοράς της ποινής, το οποίο και έλαβε τελικώς περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 2010. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων ζητεί, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη, εξαιτίας της διαπόμπευσής του κατά τη σύλληψή του ενώπιον της συζύγου και των δύο ανηλίκων τέκνων του, αλλά και της δυσφήμησής του ενώπιον των πελατών του καταστήματός του, και, γενικώς, λόγω του μεγέθους της ταλαιπωρίας του από τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας του, του εγκλεισμού του σε κελί μαζί με εγκληματίες, καθώς και της ψυχολογικής εξάντλησής του επί (1) ένα έτος μέχρι να δικαιωθεί. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του, ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία:**.........


11. Επειδή, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με το από*νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη της αγωγής, αντιτείνοντας ότι ουδεμία παρανομία των οργάνων του υπήρξε. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η από * σύλληψη του ενάγοντος από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα έλαβε χώρα, δεδομένου ότι το πατρώνυμο και το μητρώνυμο του καταδικασθέντος με την με την *απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, ήταν ίδια με αυτά του ενάγοντος, ο οποίος, μετά την προσαγωγή του ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Ποινικής Δίωξης, αφέθηκε ελεύθερος στις *, καθόσον προέβη αυθημερόν σε εξαγορά της ποινής με την καταβολή του απαιτούμενου χρηματικού ποσού, χωρίς να προκύπτει ότι είχε προβάλει αντιρρήσεις κατά της εκτέλεσης της ποινής, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ. (..... Περαιτέρω, προβάλλει ότι, στις *, ο ενάγων, έχοντας δημιουργήσει τεκμήριο ότι η προαναφερθείσα καταδικαστική απόφαση τον αφορά, δοθέντος ότι προηγουμένως είχε προβεί σε εξαγορά της ποινής, υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας τις από * αντιρρήσεις του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ, οι οποίες εισήχθησαν στο αρμόδιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο όπως προβλέπεται από τη διάταξη αυτή, προκειμένου να σχηματισθεί ασφαλής δικανική κρίση με την έκδοση δικαστικής απόφασης και απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες, ενώ, ο ενάγων δεν εμφανίσθηκε στην επ’ ακροατηρίου συζήτησή τους προκειμένου να τις υποστηρίξει και να προσκομίσει αποδείξεις που θα μπορούσε να αξιοποιήσει μεταγενέστερα (όπως συνέβη τελικώς), παρότι είχε ορισθεί δικάσιμος, που νομίμως του είχε γνωστοποιηθεί, άρα ουδέν σφάλμα της Εισαγγελίας εμφιλοχώρησε, όπως αβασίμως αυτός ισχυρίζεται. Συνεπώς, ο ίδιος κατέστη αποκλειστικώς υπαίτιος, άλλως, συνυπαίτιος σε ποσοστό 99% της οποιασδήποτε ηθικής βλάβης του, κατ’ άρθρο 300 του Α.Κ. Ακολούθως, κατόπιν επανεκτίμησης των προσκομισθέντων εγγράφων στα πλαίσια της νέας από 16-7-2010 αίτησης του ενάγοντος, η Εισαγγελία επικοινώνησε, ως όφειλε, με την ως άνω τράπεζα και βεβαιώθηκε ότι πράγματι ο ενάγων τυγχάνει διαφορετικό πρόσωπο από τον εκδότη της επίμαχης επιταγής και αληθώς καταδικασθέντα, με συνέπεια να επιστραφεί στον ενάγοντα το καταβληθέν από αυτόν χρηματικό ποσό της ποινής. Εξάλλου, κατά την άποψη του εναγομένου, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος περί προσβολής της προσωπικότητάς του κατά τη σύλληψη και προσαγωγή του, τόσο λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες κρατήθηκε, όσο και λόγω των απαξιωτικών προς το πρόσωπό του συμπεριφορών από τα αστυνομικά όργανα, παρίστανται αναπόδεικτοι. 

12. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνει καταρχάς υπόψη, ότι, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στις σκέψεις 5, 6 και 7 της παρούσας, επιβάλλεται ειδικότερη υποχρέωση στα αστυνομικά όργανα, σε περίπτωση εκτέλεσης καταδιωκτικών εγγράφων για τα οποία υπάρχουν αμφιβολίες ή αμφισβητήσεις για την ταυτότητα του συλληφθέντος, να διενεργούν προσεκτική έρευνα και επιβεβαίωση, πριν αποφασίσουν την εκτέλεση του εγγράφου αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων αμφισβήτησε από την πρώτη στιγμή τη σχέση του με τον διωκόμενο *, που είχε καταδικασθεί με την προαναφερθείσα *απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με τον οποίο είχε μεν ίδιο όνομα και επώνυμο (συνωνυμία), αλλά διαφορετικό πατρώνυμο, μητρώνυμο, αριθμό δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και φορολογικού μητρώου, διεύθυνση κατοικίας, έτος γέννησης και επάγγελμα. Ωστόσο, κατόπιν ελέγχου από τους αστυνομικούς του Τ.Α. *, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν ο Βασίλειος Δεστούνης διωκόταν, γνωστοποιήθηκε σε αυτούς, δυνάμει της 419/29-5-2009 απαντητικής διαταγής της Δ.Α.Α., ότι διώκεται άτομο με τα στοιχεία * αγνώστων λοιπών στοιχείων («α.λ.σ.»), κάτοικος *, ενώ, από περαιτέρω έλεγχο των ως άνω αστυνομικών οργάνων αρχείο ταυτοτήτων της Ελληνικής Αστυνομίας, βεβαιώθηκε ότι το άτομο με τα ως άνω στοιχεία είναι μοναδικό και δεν υπάρχει άλλο. Όμως, τα εν λόγω αστυνομικά όργανα παρέλειψαν να αναζητήσουν τα ελλείποντα, κατά τα ανωτέρω στοιχεία (αριθμός δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και φορολογικού μητρώου, διεύθυνση κατοικίας, έτος γέννησης, επάγγελμα), οπότε και θα προέκυπτε με ασφάλεια ότι τα στοιχεία του ενάγοντος δεν ταυτίζονται με αυτά του διωκόμενου προσώπου, όπως άλλωστε προέκυψε εκ των υστέρων. Συνεπώς, τα ως άνω αστυνομικά όργανα δεν προέβησαν στην απαιτούμενη κατά νόμο ενδελεχή έρευνα για την ταυτοποίηση του ενάγοντος με τον διωκόμενο, πριν από την εκτέλεση του καταδιωκτικού εγγράφου, δεδομένων και των αμφισβητήσεων του ενάγοντος, ακριβώς για να αποφευχθούν η σύλληψη και η κράτησή του ενόψει του απαραβίαστου της προσωπικής ελευθερίας του, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, μετά τη σύλληψη του, τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες για παραπομπή του στον αρμόδιο Εισαγγελέα, προκειμένου να εξακριβωθεί πλέον δια της δικαστικής οδού, αν το σχετικό διωκτικό έγγραφο αφορούσε πράγματι το συγκεκριμένο πρόσωπο ή όχι. Στοιχειοθετείται, συνακόλουθα, από τις παράνομες αυτές ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ευθύνη του προς αποζημίωση του ενάγοντος, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, ως αβασίμων. 


13. Επειδή, περαιτέρω, ο ενάγων επικαλείται παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αρμοδίων δικαστικών υπαλλήλων και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι όφειλαν, κατά τους ισχυρισμούς του, να αναζητήσουν αποδείξεις, προκειμένου να διακριβωθεί ότι αυτός δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον καταδικασθέντα με την ποινική απόφαση. Κατά τα αναφερόμενα, όμως, στη σκέψη 8 της παρούσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 564 του ΚΠοινΔικ, προϋπόθεση της οποιασδήποτε μετέπειτα διαδικασίας, είναι η προβολή από το προσαγόμενο πρόσωπο αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης της απόφασης, οι οποίες, εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν από τον ενάγοντα, σύμφωνα με το προαναφερθέν * έγγραφο των απόψεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών. Σε κάθε περίπτωση, η απόλυση του συλληφθέντος, διατάσσεται, μόνον εάν ο Εισαγγελέας βεβαιώνεται ότι δεν είναι το αναζητούμενο πρόσωπο. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν υφίσταται ενδιάμεσο στάδιο, πλην της παραπομπής των αντιρρήσεων στο ακροατήριο. Εν προκειμένω, όμως, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και το μητρώνυμο του ενάγοντος ταυτίζονταν πλήρως με εκείνα του καταδικασθέντος με την οικεία ποινική απόφαση, ο δε ενάγων προέβη σε εξαγορά της ποινής, αναγνωρίζοντας ότι η ποινική απόφαση τον αφορά. Κατά συνέπεια, με βάση τα ανωτέρω, δεν θα μπορούσε να προκύψει βεβαιότητα του αρμοδίου Εισαγγελέα ότι ο ενάγων δεν ήταν το αναφερόμενο στην καταδικαστική απόφαση πρόσωπο, ώστε να υφίσταται υποχρέωσή του να διατάξει την απόλυση του ενάγοντος. Μετά δε την εξαγορά της ποινής από τον ενάγοντα, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις παραπομπής της υπόθεσης στο ακροατήριο, κατ’ άρθρο 564 του ΚΠοινΔικ. Την παραπομπή δε αυτή διέταξε μεταγενεστέρως ο αρμόδιος Εισαγγελέας, όταν ο ενάγων υπέβαλε τις από* αντιρρήσεις, κατά την εκδίκαση των οποίων ο ενάγων δεν παραστάθηκε, παρότι κλητεύθηκε προς τούτο, όσα δε ο ίδιος υποστηρίζει περί ψευδούς περιεχομένου του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων της ποινικής δικογραφίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, καθόσον, κατ’ άρθρο 162 του ΚΠοινΔικ, το αποδεικτικό επίδοσης αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα βεβαιώνονται σε αυτό και μόνο ως πλαστό μπορεί να προσβληθεί, πράγμα που δεν έπραξε ο ενάγων. Εξάλλου, τα προβαλλόμενα από τον ενάγοντα περί υποβολής ενώπιον του Εισαγγελέα προφορικού αιτήματος προσωρινής αναβολής εκτέλεσης της ποινής (άρθρο 556 του ΚΠοινΔικ) και περί απόρριψης αυτού, είναι απορριπτέα ως αναπόδεικτα. Ενόψει δε του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υφίσταται πρόδηλο σφάλμα των ως άνω εισαγγελικών λειτουργών, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγομένου προς αποζημίωση του ενάγοντος, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ, (βλ. σκέψη 3 της παρούσας), απορριπτομένων ως αβασίμων όσων περί του αντιθέτου υποστηρίζει ο ενάγων


14. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, ενόψει των ως άνω παρανόμων πράξεων και παραλείψεων των αστυνομικών υπαλλήλων, στοιχειοθετείται, κατά τα προεκτεθέντα, αστική ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. Ως απόρροια, δε, της παράνομης στέρησης της ελευθερίας του ενάγοντος και της συνακόλουθης ψυχικής ταλαιπωρίας του, το Δικαστήριο κρίνει ότι προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, κατ’ άρθρο 932 και 59 του Α.Κ., οφειλόμενη αποκλειστικώς στις προεκτεθείσες παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων, χωρίς να συντρέχει συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, όπως αβασίμως προβάλλει το εναγόμενο με το υπόμνημά του, ενόψει των ανωτέρω συνθηκών τέλεσής τους. Προς αποκατάσταση, δε, της ανωτέρω ηθικής βλάβης, ο ενάγων δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης, το ύψος της οποίας, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τέλεσης, της φύσης, της διάρκειας και της βαρύτητας των ως άνω πράξεων και παραλείψεων (σύλληψη και κράτηση του ενάγοντος που διήρκεσε 24 ώρες περίπου, τελική δικαίωσή του που επήλθε μετά από 1 χρόνο περίπου με την επιστροφή σε αυτόν του καταβληθέντος ποσού εξαγοράς της ποινής, αλλά και αντίκτυπος των ανωτέρω στον οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρο του ενάγοντος, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής), κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 6.000 ευρώ, κατά μερική αποδοχή του σχετικού αγωγικού αιτήματος. Το προαναφερθέν ποσό πρέπει να καταβληθεί στον ενάγοντα με τον νόμιμο τόκο, από την επίδοση της παρούσας αγωγής προς το εναγόμενο, η οποία έλαβε χώρα στις 26-4-2017 με επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου (βλ. το οικείο αποδεικτικό επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας) και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, υπολογιζόμενου του τόκου με επιτόκιο 6%, κατ’ άρθρο 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (ΑΕΔ 25/2012, 7/2011, ΣτΕ 2839, 1140/2017, 2114-2115/2014 Ολομ.), για το τμήμα της εν λόγω αξίωσης τόκου που ανάγεται σε χρόνο πριν τον επόμενο μήνα από την έναρξη ισχύος του άρθρου 45 του Ν.4607/2019 (Α΄65/24-4-2019) και με το επιτόκιο που ορίζεται στην παρ.1 του ως άνω άρθρου 45 του Ν.4607/2019, για το τμήμα της ίδιας αξίωσης που ανάγεται σε χρόνο μετά τον πρώτο μήνα της έναρξης ισχύος του άρθρου αυτού (1-5-2019), κατά τα οριζόμενα στην παρ.3 του ίδιου άρθρου (ΔΕφΠειρ 1110/2019).


15. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 6.000 ευρώ, νομιμοτόκως, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, από την επίδοση της αγωγής (26-4-2017) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, περαιτέρω δε, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ.1 εδ. γ΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). 


Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α


Δέχεται εν μέρει την αγωγή.


Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (26-4-2017), με επιτόκιο 6% ετησίως για το τμήμα της εν λόγω αξίωσης τόκου, που ανάγεται σε χρόνο πριν τον επόμενο μήνα από την έναρξη ισχύος του άρθρου 45 του Ν.4607/2019 και με το επιτόκιο, που ορίζεται στην παρ.1 του άρθρου 45 του Ν.4607/2019, για το τμήμα της ίδιας αξίωσης, που ανάγεται σε χρόνο μετά τον πρώτο μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (1-5-2019) και έως την εξόφληση.




ΔΠρΑθ1806/2021- παράνομη καθυστέρησης διεκπεραίωσης αιτήματος ασφαλισμένου

 



Απόφαση 1806/2021


ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 6ο MONOΜΕΛΕΣ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Ιουνίου 2020, με δικαστή την Αργυρώ Σταυρουλάκη, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τον Νικόλαο Γερνά, δικαστικό υπάλληλο,

για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 24-11-2015,

της Δ.Β.-Α................, , η οποία παραστάθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Γλέζου,

κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) και ήδη του ν.π.δ.δ. «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), που εκπροσωπείται από το Διοικητή του και δεν παραστάθηκε.

Αφού μελέτησε τη δικογραφία, σκέφτηκε κατά το νόμο.

Η κρίση του είναι η εξής:

1. Επειδή, η υπό κρίση αγωγή νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 3896/2020 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου αυτού (Τμήμα 6ο, Μονομελές), περί συμπλήρωσης των αποδείξεων και την εκτέλεση όσων διατάχθηκαν σχετικώς. Με την αγωγή αυτή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (βλ. άρθρο 274 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.), ζητείται, παραδεκτώς, να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση, το ποσό των 4.546,80 ευρώ, ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), για την αποκατάσταση της ζημίας, την οποία επικαλείται ότι υπέστη από παράνομες ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων αυτού, με τις οποίες επήλθε, όπως υποστηρίζει, καθυστέρηση ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής της στο Ι.Κ.Α., στο πλαίσιο ελέγχου των προϋποθέσεων περί διαδοχικής ασφάλισης.

2. Επειδή, με το άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 4387/2016 (Φ.Ε.Κ. Α’ 85), συστάθηκε το ν.π.δ.δ. «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), στο οποίο εντάχθηκε αυτοδίκαια, από 1-1-2017, μεταξύ άλλων, το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (άρθρο 53 παρ. 1 περ. Α’). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 70 παρ. 9 του ν. 4387/2016, ο Ε.Φ.Κ.Α. συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων σε αυτόν φορέων κύριας ασφάλισης. Ήδη, με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 (Φ.Ε.Κ. Α’ 43), με έναρξη ισχύος από 1-3-2020, σύμφωνα με το άρθρο 108 αυτού, ο Ε.Φ.Κ.Α. μετονομάσθηκε σε «Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη. Εξάλλου, η συζήτηση της υπόθεσης χώρησε νομίμως κατά την παρούσα δικάσιμο, παρά την απουσία του καθ’ ου, το οποίο είχε κλητευθεί εμπρόθεσμα και εν γένει νομότυπα προκειμένου να παρασταθεί σε αυτήν (βλ. το από 6-4-2020 αποδεικτικό της Επιμελήτριας Δικαστηρίων Ασπασίας Παπακωνσταντίνου, περί επίδοσης της υπ’ αριθμ. 3896/2020 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, που επέχει θέση κλήτευσης των διαδίκων για την ορισθείσα δικάσιμο της 1ης-6-2020).

3. Επειδή, στον Εισαγωγικό Νόμο του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Φ.Ε.Κ. Α’ 164), ορίζεται στο άρθρο 105 ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. …» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ευθύνη του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. ή από παραλείψεις οφειλόμενων νομίμων υλικών ενεργειών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Εξάλλου, υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνο όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου του παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις, που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Ο κατά τα ανωτέρω παράνομος χαρακτήρας της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας αρκεί για να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ., χωρίς να απαιτείται και η διαπίστωση πταίσματος του οργάνου του (βλ. ΣτΕ 3292/2017, 1253/2017, 1055/2016, 877/2013 7μ. κ.ά.). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενεργείας του δημόσιου οργάνου και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΣτΕ 3292/2017, 1140/2017, 334/2008 7μ. κ.ά.).

4. Επειδή, στο ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α’ 45), προβλέπεται στο άρθρο 4 ότι: «1. α. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία πενήντα (50) ημερών, εφόσον από ειδικές διατάξεις δεν προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες. Η προθεσμία αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία και την υποβολή ή συγκέντρωση του συνόλου των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών ή στοιχείων. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε η αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία. Για υποθέσεις αρμοδιότητας περισσότερων υπηρεσιών, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου παρατείνεται κατά δέκα (10), ακόμη, ημέρες. β. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζεται, κατά περίπτωση, διαφορετική προθεσμία για τη διεκπεραίωση υποθέσεων, εφόσον το επιβάλλουν ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται ρητώς σ’ αυτήν. 2. Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής αδυναμίας, ειδικά αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει, εντός πέντε (5) τουλάχιστον ημερών πριν από την εκπνοή τους, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον αιτούντα: α) τους λόγους της καθυστέρησης, β) τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση και τον αριθμό τηλεφώνου του, για την παροχή πληροφοριών και γ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία [όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 του ν. 3230/2004, Φ.Ε.Κ. Α’ 44 και η παράγραφος 2 με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3242/2004, Φ.Ε.Κ. Α’ 102]. …» και στο άρθρο 10 ότι: «… 5. Οι προθεσμίες για τη Διοίκηση είναι ενδεικτικές, εκτός αν από τις διατάξεις που τις προβλέπουν προκύπτει ότι είναι αποκλειστικές. …». Περαιτέρω, στο άρθρο μόνο της υπ’ αριθμ. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.17/29/26420/10-7-1991 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης - Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Φ.Ε.Κ. Β’ 510, Διόρθωση Σφαλμάτων Φ.Ε.Κ. Β’ 382), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 4 του ν. 1943/1991 (Φ.Ε.Κ. Α’ 50) και αφού ελήφθη υπόψη η ανάγκη εξαίρεσης της διεκπεραίωσης των υποθέσεων πολιτών στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από τις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του ν. 1943/1991 λόγω της πολυπλοκότητας της διαδικασίας, της έλλειψης προσωπικού και της οργανωτικής δομής (βλ. προοίμιο της Κ.Υ.Α.), ορίζεται ότι: «Οι παρακάτω ασφαλιστικοί οργανισμοί κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Κοιν. Ασφαλίσεων χορηγούν σύνταξη και εφάπαξ παροχές και ενεργούν διάφορες διοικητικές πράξεις μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται με την απόφαση αυτή ως εξής: 1. ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΙΚΑ) Χρόνος διεκπεραίωσης … δ) Απονομή κύριας σύνταξης λόγω γήρατος και λόγω θανάτου ασφαλισμένου, με χρόνο ασφάλισης μόνο στο ΙΚΑ 3 μήνες, ε) Απονομή κύριας σύνταξης λόγω γήρατος και λόγω θανάτου ασφαλισμένου με διαδοχική ασφάλιση στο ΙΚΑ και σε ένα (1) Ταμείο 5 μήνες, στ) Απονομή κύριας σύνταξης λόγω γήρατος και λόγω θανάτου ασφαλισμένου με διαδοχική ασφάλιση στο ΙΚΑ και σε περισσότερα από ένα Ταμεία 7 μήνες …».

5. Επειδή, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, οι οποίες αποβλέπουν στην ταχεία εξυπηρέτηση των πολιτών, στη λειτουργική αποτελεσματικότητα της διοίκησης και την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχομένων προς τον πολίτη υπηρεσιών (βλ. προοίμιο εισηγητικής έκθεσης του ν. 2690/1999), ειδικότερα δε στη δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών (βλ. ΣτΕ 92/2016, 2826/2014), συνάγεται ότι και μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις της Κ.Υ.Α. ΔΙΣΚΠΟ/Φ17/29/26420/10-7-1991, οι οποίες ορίζουν διαφορετικές προθεσμίες για τη διεκπεραίωση των υποθέσεων από ασφαλιστικούς οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Οι ως άνω προθεσμίες, εξάλλου, είναι ενδεικτικές, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι δεν χαρακτηρίζονται ρητά από τον νόμο ως αποκλειστικές, ούτε προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις διαφορετική βούληση του νομοθέτη, με την έννοια ότι περιέχουν έντονη υπόδειξη προς τα αρμόδια προς τούτο όργανα του Ταμείου να ολοκληρώσουν τη διαδικασία και να χορηγήσουν την παροχή, μέσα σε σύντομο και, πάντως, εύλογο χρόνο. Κατεξοχήν, δε, κριτήριο προσδιορισμού του εύλογου αυτού χρόνου είναι η τυχόν προκύπτουσα ανάγκη εκκαθάρισης των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε κρινόμενης υπόθεσης (πρβλ. ΣτΕ 505/2016, 3618/2015 κ.ά.). Η κατά τα ανωτέρω υπέρβαση των προβλεπόμενων προθεσμιών, εντός των οποίων η αρμόδια ή οι συναρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. οφείλουν να αποφανθούν επί υποβαλλόμενου αιτήματος, στοιχειοθετεί ευθύνη του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., αν συντρέχουν και οι λοιπές κατά τα άρθρα αυτό προϋποθέσεις, ήτοι η επέλευση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ως άνω παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ειδικώς, επί παράνομης κατά τα ως άνω καθυστέρησης διεκπεραίωσης αιτήματος ασφαλισμένου προς τον ασφαλιστικό οργανισμό, στον οποίο υπάγεται, δύναται να στοιχειοθετηθεί αστική ευθύνη του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού, εφόσον η καθυστέρηση αυτή συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία που υπέστη ο ασφαλισμένος. Τέτοιος δε αιτιώδης σύνδεσμος δεν δύναται να υπάρξει όταν η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια δεν ήταν εξ αντικειμένου, ήτοι γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενη, ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία (πρβλ. ΣτΕ 1376/2018).

6. Επειδή, στο άρθρο 40 του α.ν. 1846/1951 (Φ.Ε.Κ. Α’ 179), προβλέπεται ότι: «… 6. Πάσαι αι αξιώσεις εκ παροχών εις χρήμα της ασφαλίσεως ασθενείας παραγράφονται μετά εξ μήνας εφ’ ης κατέστησαν απαιτηταί. Απαιτηταί δόσεις συντάξεων μη εισπραχθείσαι δι’ οιονδήποτε λόγον εντός έτους παραγράφονται. Η ετησία παραγραφή άρχεται από του τέλους της μηνός ον αφορά η υπό πληρωμήν σύνταξις. … Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά του ΙΚΑ απαίτησις παραγράφεται μετά πενταετίαν … [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 2 του ν.δ. 4476/1965, Φ.Ε.Κ. Α’ 103 και 7 του ν. 825/1978] …». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 251 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Φ.Ε.Κ. Α’ 164), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, προκειμένου περί απαιτήσεων κατά του Ι.Κ.Α. που απορρέουν από αδικοπραξία ή αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή οι ειδικές περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 40 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, σύμφωνα με τις οποίες οι εν γένει απαιτήσεις κατά του Ι.Κ.Α. υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή (πρβλ. ΣτΕ 295/2011, 1327/2009, ΔΕφΑθ 3002/2020, 370/2020). Εξάλλου το Ι.Κ.Α. εξαιρείται από την εφαρμογή των διατάξεων που διέπουν τις αξιώσεις κατά των λοιπών ν.π.δ.δ. (άρθρο 48 παρ. 5 του ν.δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», Φ.Ε.Κ. Α’ 204), καθώς με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977 (Φ.Ε.Κ. Α’ 134), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 396/1976, Φ.Ε.Κ. Α’ 164 και το άρθρο 2 του ν. 578/1977, Φ.Ε.Κ. Α’ 106), το νομοθετικό διάταγμα περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. δεν εφαρμόζεται στους ασφαλιστικούς οργανισμούς που τελούσαν εξαρχής υπό την εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών (βλ. ΣτΕ 28/2012, 295/2011, 1327/2009). Περαιτέρω, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Φ.Ε.Κ. Α’ 97), ορίζεται στο άρθρο 75 ότι: «1. Η εκκρεμοδικία αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής και λήγει με τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης ή την κατάργηση της δίκης. 2. Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής επέρχονται, ως προς τον εναγόμενο, από την επίδοση της σε αυτόν από τον ενάγοντα. Η παραγραφή, η οποία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο διακόπηκε, αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης [όπως η παράγραφος 2 αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 3900/2010, Φ.Ε.Κ. Α’ 213] ...». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι προκειμένου να επέλθει διακοπή της παραγραφής, δεν αρκεί μόνο η κατάθεση της αγωγής, αλλά η διακοπή αυτή εκκινεί από την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο (βλ. ΔΕφΑθ 3725/2019, 1038/2019, 4864/2017), η οποία (επίδοση) ορίσθηκε ως το γενεσιουργό γεγονός, από το οποίο επέρχονται όλα τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής (βλ. σχετικώς και την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 19 του ν. 3900/2010).

7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αριθμ. 15331/8-4-2011 (υπ’ αριθμ. πρωτ. 146700/2010) συνταξιοδοτική πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) κανονίσθηκε υπέρ της ενάγουσας, με συνολική συντάξιμη υπηρεσία 17 ετών και 26 ημερών, σύνταξη λόγω γήρατος, ποσού 588,38 ευρώ από 9-10-2010, πληρωτέα από το Ελληνικό Δημόσιο. Στην απόφαση αυτή αναφέρεται ρητώς ότι ο χρόνος ασφάλισης της ανωτέρω στο Ι.Κ.Α. θα υπολογισθεί μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του ν.δ. 4202/1961. Παράλληλα, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 146700/8-4-2011 έγγραφο του Διευθυντή της ιδίας υπηρεσίας του Γ.Λ.Κ. ζητήθηκαν από το εναγόμενο στοιχεία διαδοχικής ασφάλισης της εν λόγω κοινής ασφαλισμένης τους. Το έγγραφο αυτό προσκόμισε η ενάγουσα στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. (υπ’ αριθμ. πρωτ. παρ. 9523/19-5-2011).

Το ανωτέρω έγγραφο του Γ.Λ.Κ., μαζί με τα ασφαλιστικά στοιχεία της ενάγουσας (αντίγραφο Πινακίδας Ανακεφαλαίωσης Ημερών Εργασίας, 17 Δελτία Ασφαλιστικής Ταυτότητας και Εισφορών, 2 αποφάσεις Ι.Κ.Α.) διαβιβάστηκαν με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 9523/7-8-2012 έγγραφο του Διευθυντή Μητρώου, του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Αθηνών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., προς το Περιφερειακό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Συντάξεων, προκειμένου να υπολογισθεί ο χρόνος ασφάλισης αυτής στο Ταμείο.

Ο παραπάνω φάκελος απεστάλη, λόγω αρμοδιότητας, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 160109/1-10-2012 έγγραφο της Προϊσταμένης του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Συντάξεων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. προς το Τοπικό Υποκατάστημα (Τ.Υ.) Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων.

Επίσης, η ενάγουσα κατέθεσε στο ως άνω Υποκατάστημα του εναγόμενου υποφάκελο στοιχείων (υπ' αριθμ. πρωτ. αποδ. παρ. 040-2012-18107/9-10-2012).

Ακολούθως, η Προϊσταμένη του Τμήματος Ανακ/σης Συντάξεων του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων εξέδωσε τα υπ’ αριθμ. πρωτ. 2442/6-2-2013, 2448/6-2-2013 και 2444/6-2-2013 έγγραφά της, με τα οποία ζητούσε, αναφορικά με την παραπάνω ασφαλισμένη, από τα Υποκαταστήματα του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων (για το χρονικό διάστημα από 1-10-1983 έως 30-9-1993), Πλ. Συντάγματος (για το χρονικό διάστημα από 1-7-1973 έως 31-10-1974) και Νίκαιας (για το χρονικό διάστημα από 3ο/1986 έως 9ο/1993) τον καθορισμό των ημερών εργασίας αυτής. Σχετικώς, εκδόθηκαν: α) το υπ’ αριθμ. πρωτ. 2247/18-2-2013 έγγραφο του Προϊσταμένου Εσόδων του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Νίκαιας, στο οποίο αναφέρονται με ανάλυση, κατά μήνα, οι ημέρες ασφάλισης που πραγματοποίησε η ενάγουσα, κατά τη χρονική περίοδο από 3ο/1986 έως 9ο/1993 και β) το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1995/25-2-2013 έγγραφο της Διευθύντριας του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πλ. Συντάγματος, με το οποίο γνωστοποιούνται οι ημέρες ασφάλισης αυτής, κατά τη χρονική περίοδο από 1-7-1973 μέχρι 31-10-1974.

Περαιτέρω, κατόπιν σχετικών ελέγχων που διενεργήθηκαν, εκδόθηκαν οι κάτωθι αποφάσεις του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων: α) υπ’ αριθμ. πρωτ. Α-38/10-2-2014, με την οποία καθορίσθηκαν υπέρ της ασφαλισμένης 358 ημέρες ασφάλισης χρονικής περιόδου από 10ο/1984 έως 5ο/1986 και ακυρώθηκαν 39 ημέρες ασφάλισης χρονικής περιόδου από 12ο/1984 έως 5ο/1986 και β) υπ’ αριθμ. πρωτ. Α-69/24-2-2014, με την οποία καθορίσθηκαν υπέρ αυτής 1.080 ημέρες ασφάλισης χρονικής περιόδου από 1-10-1983 έως 31-5-1993 και ακυρώθηκαν 380 ημέρες ασφάλισης ιδίας χρονικής περιόδου. Κατόπιν των ανωτέρω, εκδόθηκε, αρχικά, η υπ’ αριθμ. πρωτ. 4047/14-10-2014 απόφαση του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, με την οποία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 του ν.δ. 4202/1961, βεβαιώθηκε ότι η ενάγουσα υπήρξε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. από τον 7ο/1973 έως τον 9ο/1993, έχοντας πραγματοποιήσει συνολικά 3.265 ημερομίσθια.

Ωστόσο, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 155547/16-12-2014 έγγραφο του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ. κλήθηκε το ως άνω Υποκατάστημα του εναγόμενου να προβεί στη διόρθωση της προαναφερθείσας απόφασής του, καθόσον, όπως αναφέρεται σε αυτό, στην περίπτωση της ενάγουσας τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4202/1961. Έπειτα, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 5827/1-4-2015 έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος Απονομών Β’ του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων ζητήθηκε από το Υποκατάστημα Νίκαιας του ιδίου Ταμείου, ανάλυση αποδοχών και ημερών, κατά μήνα και κατά έτος, για τα έτη 1991 και 1993, σε απάντηση δε αυτού εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. πρωτ. 4482/9-4-2015 έγγραφο του Προϊσταμένου Διεύθυνσης, του Τμήματος Εσόδων, του εν λόγω υποκαταστήματος του εναγόμενου, στο οποίο περιλαμβάνονται τα οικεία στοιχεία. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 1960/28-5-2015 απόφαση του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 του ν.δ. 4202/1961, βεβαιώθηκε ότι ο χρόνος ασφάλισης αυτής στο εν λόγω Ταμείο ανέρχονταν σε 3.265 ημέρες από τον 7ο/1973 έως τον 9ο/1993.

8. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα προβάλλει ότι παραιτήθηκε λόγω συνταξιοδότησης στις 8-10-2010 και με την υπ’ αριθμ. 15331/8-4-2011 πράξη του Γ.Λ.Κ., κανονίσθηκε υπέρ αυτής σύνταξη λόγω γήρατος, ποσού 588,38 ευρώ, ενώ ο χρόνος ασφάλισης που είχε διανύσει στο εναγόμενο, υπολογίσθηκε οριστικά στις 28-5-2015, ήτοι μετά την πάροδο 4 ετών και 7 μηνών από την παραίτησή της. Ακολούθως δε εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 32675/1-9-2015 τροποποιητική πράξη του Γ.Λ.Κ., με την οποία η σύνταξή της αυξήθηκε στο ποσό των 782,68 ευρώ, από 1-9-2012, με συνολική συντάξιμη υπηρεσία 27 ετών 11 μηνών και 12 ημερών, αφού συμπεριλήφθηκε βάσει των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης, ο χρόνος που είχε διανύσει στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., από 1-7-1973 έως 12-9-1993 (10 έτη 10 μήνες και 16 ημέρες).

Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι το εναγόμενο ν.π.δ.δ. είχε ήδη ενημερωθεί αναφορικά με την υπόθεσή της, από τον απονέμοντα τη σύνταξη φορέα, κατά το έτος 2011 (με το υπ’ αριθμ. 146700/8-4-2011 έγγραφο του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ.), ενώ η ίδια κατέθεσε τα ασφαλιστικά της βιβλιάρια προκειμένου να προχωρήσει η σχετική διαδικασία στις 19-5-2011 στο Περιφερειακό Υποκατάστημα Αθηνών. Πλην, όμως, το εν λόγω υποκατάστημα δεν επιλήφθηκε του φακέλου της, αλλά διαβίβασε αυτόν στο Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, μετά την πάροδο 1 έτους και 3 μηνών από την ως άνω κατάθεση των δικαιολογητικών αυτής. Ως εκ τούτου, όπως προβάλλεται, ο έλεγχος των ασφαλιστικών της στοιχείων καθυστέρησε, αφού ακολούθησε από την αρχή νέα σειρά αναμονής εξέτασης του φακέλου της από το Υποκατάστημα Πατησίων, στο οποίο ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων ήταν μεγάλος και ο αριθμός των υπαλλήλων ελάχιστος.

Περαιτέρω, αναφέρει ότι τα ένσημά της δόθηκαν στο Τμήμα Ανακεφαλαίωσης τον 11ο/2012 και έπειτα από σημαντική καθυστέρηση εστάλησαν σχετικά έγγραφα προς έλεγχο αυτών στα Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πλ. Συντάγματος, Νίκαιας και Πατησίων, ενώ οι απαντήσεις των τελευταίων ολοκληρώθηκαν κατά τους μήνες 2ο και 4ο/2014. Εξάλλου, ακόμα και μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. πρωτ. 4047/14-10-2014 απόφασης του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, με την οποία έλαβε χώρα υπολογισμός του χρόνου ασφάλισής της, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους επαναπροώθησε την υπόθεση στο ως άνω υποκατάστημα του εναγόμενου λόγω εφαρμογής διαφορετικών νομοθετικών διατάξεων. Ενόψει των ανωτέρω, η ενάγουσα προβάλλει ότι με τις προαναφερθείσες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου, καθυστέρησε παράνομα ο προσδιορισμός του χρόνου ασφάλισής της στο Ι.Κ.Α. για χρονικό διάστημα 4 ετών, ήτοι από 19-5-2011, οπότε η ίδια είχε καταθέσει τα ασφαλιστικά της βιβλιάρια έως 28-5-2015, οπότε εκδόθηκε, τελικώς, η υπ’ αριθμ. πρωτ. 1960/28-5-2015 απόφαση του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω παράνομων, όπως επικαλείται, πράξεων και παραλείψεων, η ενάγουσα προβάλλει ότι απώλεσε τμήμα της σύνταξής της, κατά το χρονικό διάστημα από 9-10-2010 έως 31-8-2012, ποσού 189,45 ευρώ μηνιαίως, το οποίο αντιστοιχεί στο καταβαλλόμενο ποσό από τον συμμετέχοντα ασφαλιστικό οργανισμό, όπως υπολογίσθηκε με την υπ' αριθμ. 32675/1-9-2015 τροποποιητική πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Τούτο διότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 1 του π.δ. 169/2007, απαγορεύεται η αναδρομική αναγνώριση οικονομικών δικαιωμάτων για συντάξεις, πέραν της τριετίας. Για το λόγο αυτό, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση, το ποσό των 4.546,80 ευρώ (189,45 ευρώ Χ 24 μήνες), ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.

9. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο με τις υποβληθείσες απόψεις του και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του ζητεί την απόρριψη της αγωγής, προβάλλοντας ότι δεν υφίσταται καμία παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά εκ μέρους των οργάνων του, εφόσον τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες και βεβαιώθηκε ο ορθός χρόνος ασφάλισης αυτής, ο οποίος γνωστοποιήθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 4047/14-10-2014 και 1960/28-5-2015 αποφάσεις του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανακεφαλαίωση των ενσήμων της ενάγουσας έπρεπε να γίνουν έλεγχοι ασφάλισης, που ήταν απαραίτητοι προκειμένου να διαπιστωθεί ο χρόνος της πραγματικής απασχόλησής της στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., οι οποίοι εκκρεμούσαν σε τρία διαφορετικά υποκαταστήματα αυτού. Επίσης, υποστηρίζεται, ότι οι αξιώσεις της ενάγουσας αναφορικά με το επίδικο χρονικό διάστημα από 10ο/2010 έως και 8ο/2012 έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή, που προβλέπεται από στα άρθρα 48 - 49 του ν.δ. 496/1974 και 90 - 91 του ν. 2362/1995.

10. Επειδή, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρθηκαν και τις διατάξεις που παρατέθηκαν, όπως ερμηνεύθηκαν, λαμβάνονται υπόψη τα εξής: Οι αναφερόμενες στο άρθρο μόνο της Κ.Υ.Α. ΔΙΣΚΠΟ/Φ.17/29/26420/10-7-1991 προθεσμίες είναι ενδεικτικές, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, περιέχοντας έντονη υπόδειξη προς τα αρμόδια όργανα να ολοκληρώσουν τη διαδικασία μέσα σε σύντομο και, πάντως, εύλογο χρόνο. Ωστόσο, η υπέρβαση των προβλεπόμενων προθεσμιών πέραν του ευλόγου χρόνου, στοιχειοθετεί ευθύνη του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., εφόσον η καθυστέρηση διεκπεραίωσης του αιτήματος ασφαλισμένου συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία που αυτός υπέστη. Εν προκειμένω, παράλληλα με τη χορήγηση στην ενάγουσα σύνταξης γήρατος, από 9-10-2010, πληρωτέα από το Ελληνικό Δημόσιο (υπ’ αριθμ. 15331/8-4-2011 συνταξιοδοτική πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ.), ζητήθηκαν με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 146700/8-4-2011 έγγραφο του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ. από το εναγόμενο, τα ασφαλιστικά στοιχεία της ενάγουσας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία του ν.δ. 4202/1961, περί διαδοχικής ασφάλισης. Το εν λόγω έγγραφο παρελήφθη από το εναγόμενο στις 19-5-2011, πλην, όμως, αυτό, μαζί με τα ασφαλιστικά στοιχεία της ενάγουσας (αντίγραφο Πινακίδας Ανακεφαλαίωσης Ημερών Εργασίας, 17 Δελτία Ασφαλιστικής Ταυτότητας και Εισφορών, 2 αποφάσεις Ι.Κ.Α.) διαβιβάστηκαν μόλις στις 7-8-2012 (υπ' αριθμ. πρωτ. 9523/7-8-2012 έγγραφο του Διευθυντή Μητρώου) από το Περιφερειακό Υποκατάστημα Αθηνών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., προς το Περιφερειακό Υποκατάστημα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Συντάξεων, προκειμένου να υπολογισθεί ο χρόνος ασφάλισης αυτής στο Ταμείο, ενώ, περαιτέρω, ο φάκελος απεστάλη, λόγω αρμοδιότητας, με το υπ’ αριθμ. πρωτ. 160109/1-10-2012 έγγραφο της Προϊσταμένης του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Συντάξεων του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. προς το Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων.

Ακολούθως, κατόπιν ερωτημάτων της Προϊσταμένης του Τμήματος Ανακ/σης Συντάξεων του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, προς τα Υποκαταστήματα Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, Πλ. Συντάγματος και Νίκαιας, για τον καθορισμό των ημερών εργασίας της ενάγουσας και αφού διενεργήθηκαν σχετικοί έλεγχοι, εκδόθηκε αρχικά, η υπ’ αριθμ. πρωτ. 4047/14-10-2014 απόφαση του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, με την οποία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 του ν.δ. 4202/1961, βεβαιώθηκε ότι η ενάγουσα υπήρξε ασφαλισμένη στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. από τον 7ο/1973 έως τον 9ο/1993, έχοντας πραγματοποιήσει συνολικά 3.265 ημερομίσθια.

Στη συνέχεια, αφού κλήθηκε το ως άνω Υποκατάστημα του εναγόμενου να προβεί στη διόρθωση της προαναφερθείσας απόφασής του, ενόψει του ότι στην περίπτωση της ενάγουσας τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4202/1961 (υπ’ αριθμ. πρωτ. 155547/16-12-2014 έγγραφο του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης, της Γενικής Διεύθυνσης Μισθών και Συντάξεων, του Γ.Λ.Κ.), εκδόθηκε εν τέλει η υπ’ αριθμ. πρωτ. 1960/28-5-2015 απόφαση του Διευθυντή του Τ.Υ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Πατησίων, με την οποία βεβαιώθηκε ότι ο χρόνος ασφάλισης αυτής στο εν λόγω Ταμείο ανέρχονταν σε 3.265 ημέρες από τον 7ο/1973 έως τον 9ο/1993. Συνεπώς, από τις 19-5-2011, οπότε περιήλθε στον εναγόμενο ασφαλιστικό οργανισμό η υπόθεση της ενάγουσας μέχρι τις 28-5-2015, οπότε αυτή διεκπεραιώθηκε από το Ι.Κ.Α., με την έκδοση απόφασης περί βεβαίωσης του διανυθέντα χρόνου ασφάλισης στο εν λόγω Ίδρυμα, παρήλθε χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών. Το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, συνεκτιμώντας και την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ενόψει του ότι απαιτήθηκε η διενέργεια επιμέρους ελέγχων σε τρία διαφορετικά υποκαταστήματα του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., υπερβαίνει το εύλογο, εντός του οποίου όφειλε το εναγόμενο να διεκπεραιώσει την υπόθεση της ενάγουσας.

Εξάλλου, η ζημία, που επικαλείται ότι υπέστη η ασφαλισμένη από τις προαναφερθείσες παράνομες παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου, συνίσταται στην απώλεια τμήματος της σύνταξής της, κατά το χρονικό διάστημα από 9-10-2010 έως 31-8-2012 ποσού 189,45 ευρώ μηνιαίως, το οποίο αντιστοιχεί στο καταβαλλόμενο ποσό από τον συμμετέχοντα ασφαλιστικό οργανισμό, όπως υπολογίσθηκε με την υπ' αριθμ. 32675/1-9-2015 τροποποιητική πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, όπου συμπεριλήφθηκε στη συνολική συντάξιμη υπηρεσία της ίδιας, ο χρόνος (10 έτη 10 μήνες και 16 ημέρες), που είχε διανύσει στην ασφάλιση του εναγόμενου. Η εν λόγω ζημία της ενάγουσας τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την παράνομη κατά τα ως άνω καθυστέρηση ως προς τον προσδιορισμό του χρόνου ασφάλισής της στο Ι.Κ.Α., στο πλαίσιο ελέγχου των προϋποθέσεων περί διαδοχικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου ασφαλιστικού οργανισμού προς αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. Άλλωστε, η επίδικη αξίωση της ενάγουσας δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται για τις απαιτήσεις κατά του Ι.Κ.Α., η οποία ξεκίνησε από τη γένεσή της, ήτοι από την έκδοση της υπ’ αριθμ. 32675/1-9-2015 τροποποιητικής πράξης του Διευθυντή της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων, της Γενικής Διεύθυνσης Χορήγησης Συντάξεων Δημοσίου Τομέα, του Γ.Λ.Κ., με την οποία η σύνταξή της αυξήθηκε στο ποσό των 782,68 ευρώ, από 1-9-2012, λόγω μη αναγνώρισης οικονομικών δικαιωμάτων για συντάξεις, πέραν της τριετίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 60 παρ. 1 του π.δ. 169/2007. Η παραπάνω παραγραφή δεν είχε συμπληρωθεί έως την επίδοση της αγωγής, που έλαβε χώρα στην 1-2-2019 (βλ. .......), ενώ η διετής παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 5 του ν.δ. 496/1974, δεν εφαρμόζεται αναφορικά με τον εναγόμενο ασφαλιστικό οργανισμό (βλ. υπ’ αριθμ. 6 σκέψη), απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων ισχυρισμών αυτού. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (189,45 ευρώ Χ 23 μήνες, από 10ο/2010 έως και 8ο/2012 =) 4.357,35 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (1-2-2019) και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση.

11. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 4.357,35 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (1-2-2019) και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση, καθώς επίσης και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ)

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα επτά ευρώ και τριάντα πέντε λεπτών (4.357,35 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (1-2-2019) και μέχρι την ολοσχερή της εξόφληση.



https://online.fliphtml5.com/flkvf/rlqr/#p=1