Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αποζημιώση από πτώση σε λακκούβα,


 

 

Αποζημιώση από πτώση σε λακκούβα, ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου διδάγματα της κοινής πείρας, ανέλεγκτη αναιρετικώς περί των πραγμάτων κρίση.

Αριθμός 2209/2023

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

 

ΤΜΗΜΑ Α΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2022, με την εξής σύνθεση: Άννα Καλογεροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Άννα Μπόνου, Σουλτάνα Κωνσταντίνου, Σύμβουλοι, Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, Φωτεινή Μπαγέρη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μαρία Κουμουτσάκου.

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η εξαφάνιση της 1818/2017 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 2950/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε απορριφθεί αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, (α) η υποχρέωση του αναιρεσίβλητου Δήμου να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ποσό εκατόν οκτώ χιλιάδων (108.000) ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την πτώση σε λακκούβα του αυτοκινήτου (ΤΑΞΙ) που οδηγούσε, εξαιτίας παράνομων, κατά τους ισχυρισμούς του, παραλείψεων υλικών ενεργειών των οργάνων του αναιρεσίβλητου Δήμου, η οποία αντιστοιχεί σε απώλεια του εισοδήματος (διαφυγόντος κέρδους) που θα ελάμβανε ως επαγγελματίας οδηγός ΤΑΞΙ, για το χρονικό διάστημα από 30.1.2002 έως 3.1.2007 και (β) ποσό εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, κατ’ άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, λόγω ηθικής βλάβης, για την ίδια αιτία.

 

3. Επειδή, κατά την έννοια των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και ακολούθως η παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), αν πρόκειται για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, με την υποχρέωση να προβάλει και να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που πρέπει να περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 1500/2022, 228/2021, 1772/2020, 1704/2019 κ.ά.). Η έλλειψη νομολογίας ή η αντίθεση προς αυτή δεν πρέπει να αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της υπό κρίση υποθέσεως, αλλά πρέπει να αφορά αποκλειστικά την ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή (ΣτΕ 1500/2022, 750/2022, 2371, 1594, 579/2020 κ.ά.), ανεξαρτήτως εάν η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (ΣτΕ 228/ 2021, 2371/2020, 932/2019, 1415/2017 κ.ά.). Εξάλλου, όταν με λόγο αναιρέσεως πλήσσεται η ερμηνεία που δόθηκε από το δικαστήριο της ουσίας σε αόριστη νομική έννοια, η οποία αποτελεί στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, εφόσον η αόριστη νομική έννοια προσδιορίζεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε υποθέσεως, ως απόφαση που επιλύει το ίδιο νομικό ζήτημα νοείται μόνον η απόφαση που έχει κρίνει επί υποθέσεως με όμοια ή παρεμφερή πραγματικά περιστατικά (ΣτΕ 1500/2022, 228/2021, 1950, 155/2020, 1704/2019, 2391-3/2018, 1415/2017).

 

4. Επειδή, περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημόσιου οργάνου ή του οργάνου του ν.π.δ.δ. και της ζημίας που επήλθε. Αιτιώδης δε σύνδεσμος υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη αυτής εκ μέρους του οργάνου του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη) και μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων (ΣτΕ 334/2008, 1024/2005) και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΣτΕ 228/2021, 2946/2020, 1704/2019, 4410/2015, 2271/2013 7μ., 877/2013 7μ., 473/2011, 322/2009 7μ., 1002/2008, 334/2008 7μ., ΑΠ 425/2006, 394/2002). Και η μεν κρίση περί του αν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, γενικώς και αφηρημένως λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια του αιτιώδους συνδέσμου. Η περαιτέρω όμως κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι, δηλαδή, το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με την ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο (ΣτΕ 622/2022, 228/2021, 1950, 2946/2020, 2432-2433/2018, 2271/2013 7μ., 1183/2013, 3839/2012 7μ., 750/2011, 334/2008 7μ.). Εξάλλου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί να επιδικάσει σε βάρος του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 932 του Α.Κ. (ΣτΕ 2221/2022, 622/2022).

 

5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, κατατεθείσα στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στις 21.9.2017, διέπεται από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν.3900/2010, όπως ισχύουν. Εξάλλου, με την αίτηση αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά με χρηματικό αντικείμενο, το οποίο αντιστοιχεί στο αίτημα της απορριφθείσας αγωγής του αναιρεσείοντος (ΣτΕ 2389-2392/2022, 2221/2022, 1964/2021 7μ. κ.ά.) και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 208.000 ευρώ, υπερβαίνει, δηλαδή, το κατά νόμον κατώτατο όριο των 40.000 ευρώ. Επομένως, κατά τα γενόμενα δεκτά στην τρίτη σκέψη, για το παραδεκτό της άσκησης της υπό κρίση αίτησης απαιτείται η επίκληση και τεκμηρίωση εκ μέρους του αναιρεσείοντος, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει.

 

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και τα λοιπά παραδεκτώς ληπτέα υπόψη κατ’ αναίρεση διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, με την από 12.7.2002 αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αναπτύχθηκε με το από 13.6.2013 υπόμνημα, ο αναιρεσείων, επαγγελματίας αυτοκινητιστής, προέβαλε ότι, στις 30.1.2002 και περί ώρα 2:15 π.μ., εκτελώντας νυχτερινή βάρδια οδηγούσε, με χαμηλή ταχύτητα (20 χλμ./ώρα) λόγω βροχόπτωσης, το * Δ.Χ.-ΤΑΧΙ, μάρκας *, ιδιοκτησίας Γ. Κωνσταντόπουλου, κινούμενος επί της οδού Λεωνίδου, με κατεύθυνση από την οδό Ζήνωνος προς την οδό Πλαταιών, όταν στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού στην Ομόνοια, έπεσε με το εμπρόσθιο τμήμα του οχήματός του σε τάφρο-λακκούβα του οδοστρώματος, διαμέτρου ενός (1) μέτρου και βάθους εικοσιπέντε (25) εκατοστών, που βρισκόταν πλησίον της δεξιάς πλευράς του δρόμου. Ισχυρίσθηκε δε ο αναιρεσείων, με την αγωγή του, ότι η πτώση αυτή είχε ως αποτέλεσμα να προξενηθούν υλικές ζημιές στο όχημα, ενώ ο ίδιος να τραυματιστεί βαρύτατα στη μέση και στη σπονδυλική στήλη και να μεταφερθεί στα εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών Κοργιαλένειο - Μπενάκειο Ε.Ε.Σ. Ο αναιρεσείων προέβαλε, περαιτέρω, ότι αποκλειστικά υπαίτιος για την πρόκληση του εν λόγω ατυχήματος είναι ο αναιρεσίβλητος δήμος, στην τοπική αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η διασταύρωση των ανωτέρω δημοτικών οδών και τα όργανα του οποίου, κατά παράβαση των νομίμων υποχρεώσεών τους, παρέλειψαν να ελέγξουν τις φθορές του ασφαλτοτάπητα των εν λόγω οδών και να μεριμνήσουν για την επισκευή και συντήρησή τους. Ισχυρίσθηκε δε ο αναιρεσείων ότι οι μη νόμιμες παραλείψεις των οργάνων του καθ’ ού Δήμου τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τον βαρύτατο τραυματισμό του και την εξ αυτού επελθούσα ανικανότητά του για οποιαδήποτε εργασία. Κατά τους ειδικότερους, περαιτέρω, αγωγικούς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, λόγω του επίμαχου ατυχήματος και των κραδασμών της αιφνίδιας πτώσης του οχήματος που οδηγούσε στην τάφρο-λακκούβα, αυτός πάσχει από οσφυοϊσχυαλγία ΑΡ και αδυναμία κίνησης σε ποσοστό 50% των καμπτήριων και εκτεινόντων μυών του αριστερού του ποδιού. Ως αποτέλεσμα δε της έλλειψης λειτουργικότητας και δυσχρησίας των κάτω άκρων του, ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων ότι δεν μπορεί, πλέον, να ασκεί με ασφάλεια το επάγγελμα του αυτοκινητιστή-οδηγού ΤΑΧΙ, ενώ, ήδη, ευρισκόμενος σε ηλικία 36 ετών, κατά τον κρίσιμο χρόνο που έλαβε χώρα το ατύχημα, δεν δύναται να αποκτήσει νέα ειδικότητα συναφή ή μη με την ως άνω επαγγελματική του δραστηριότητα για να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες, για τους ίδιους δε λόγους, δήλωσε το ως άνω ατύχημα, ως εργατικό και υπέβαλε, σχετικώς, αίτημα απονομής σύνταξης αναπηρίας από το Ι.Κ.Α.. Με την αγωγή του αυτή ο αναιρεσείων ζήτησε, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, το ποσό των 108.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε απώλεια εισοδήματος (διαφυγόν κέρδος) που θα ελάμβανε από τη δεκάωρη ημερήσια ή νυκτερινή απασχόλησή του ως επαγγελματίας οδηγός ΤΑΧΙ, για το χρονικό διάστημα από 30.1.2002 έως 3.01.2007, καθώς επίσης και χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ύψους 100.000 ευρώ, συνιστάμενης στο ότι, εξαιτίας του προπεριγραφόμενου ατυχήματος, στερείται τη χαρά της εργασίας και της δημιουργίας, ότι υφίσταται καθημερινό σωματικό και ψυχικό πόνο και ταλαιπωρία στην προσπάθειά του να κινήσει το αριστερό του άκρο, καθώς επίσης ότι έχει υποστεί μείωση του ύψους του σώματός του στο επίπεδο του Ο3-Ο4 και Ο4-Ο5 μεσοσπονδυλίου διαστήματος. Για την απόδειξη των ισχυρισμών του ο αναιρεσείων επικαλέστηκε και προσκόμισε, πρωτοδίκως: (i) ακριβές αντίγραφο του δελτίου τροχαίου ατυχήματος με προανάκριση του Τμήματος Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης της Διεύθυνσης Τροχαίας Αττικής, σύμφωνα με το οποίο διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι, στις 30.1.2002 και περί ώρα 2:15 π.μ., ο αναιρεσείων οδηγούσε το με αρ. κυκλοφορίας Α-* Δ.Χ. ΤΑΞΙ και ενώ εκινείτο επί της οδού Λεωνίδου με κατεύθυνση από οδό Ζήνωνος προς οδό Πλαταιών, φθάνοντας στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού έπεσε σε λακκούβα επί του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα το όχημα να υποστεί υλικές ζημιές και να τραυματιστεί ελαφρώς ο αναιρεσείων, ο οποίος διακομίσθηκε στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, (ii) φωτοαντίγραφο του από 20.2.2002 ιατρικού πιστοποιητικού του *, Επιμελητή Β΄ του Ορθοπεδικού Τμήματος του Περιφερειακού Νοσοκομείου Αθηνών «Κοργιαλένειο - Μπενάκειο Ε.Ε.Σ.», ο οποίος πιστοποιεί ότι ο αναιρεσείων «προσήλθε στα Εξωτερικά Ιατρεία της Ορθοπεδικής κλινικής την 30/1/2002 με αναφερόμενη οσφυοϊσχυαλγία. Ο ακτινολογικός έλεγχος έδειξε παλαιό συμπιεστικό κάταγμα Θ11. Η κλινική εξέταση ήταν χωρίς νευρολογική σημειολογία. Εδόθησαν οδηγίες για αποφυγή εργασίας για μια εβδομάδα και επανέλεγχος. Ο ασθενής επανεξετάσθηκε σήμερα στα εξωτερικά ορθοπεδικά ιατρεία πάσχων από οσφυοϊσχυαλγία ΑΡ. Κατά την κλινική εξέταση το σημείο Laseque ΑΡ ήταν θετικό στις 50ο και υπήρχε μικρή αδυναμία του εκτείνοντος τον μέγα δάκτυλο. Συνεστήθη κλινοστατισμός για 10 (δέκα) ημέρες ακόμη.», (iii) το από 19.2.2002 παραπεμπτικό του ίδιου Νοσοκομείου, σύμφωνα με το οποίο συνιστάται στον αναιρεσείοντα αξονική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (ΟΜΣΣ) για οσφυοϊσχιαλγία ΑΡ, (iv) την από 19.8.2002 ιατρική βεβαίωση των *, Αναπληρωτή Διευθυντή και Ν. Αντωνίου, Διευθυντή του Ορθοπεδικού Τμήματος του ίδιου Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία πάσχει από: «Έμμονη ραχι-οσφυαλγία με αντανάκλαση στο (ΑΡ) σκέλος, χωρίς νευρολογική σημειολογία, επί εδάφους κατάγματος Θ10 - Θ11 σπονδύλων προ μηνών. Αναφέρει ιδιαίτερη ευαισθησία κατά την πρωινή έναρξη της βαδίσεως. Συνεστήθησαν: Περαιτέρω έλεγχος δια CΤ. Προβλεπόμενος χρόνος αποκατάστασης ένας (1) μήνας με επανεξέταση …», (v) την από 12.8.2002 βεβαίωση του ίδιου Διευθυντή, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων πάσχει από «Οξεία ισχιαλγία με ριζική συνδρομή (ΑΡ). Χρήζει Αν. Αδείας, για 10 ημέρες με κλινική εικόνα και ακτινολογική συμπιεστικού II Θ11» και (vi) φωτοαντίγραφο της από 31.1.2013 γνωμάτευσης αξονικής τομογραφίας σπονδυλικής στήλης - θωρακικής μοίρας της Ν. Λεπίδα, Επιμελήτριας Β΄ του ίδιου Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία: «Παρατηρείται παλαιότερο συμπιεστικό κάταγμα του σώματος του Θ11 σπονδύλου, χωρίς να ελέγχονται πιεστικά φαινόμενα στο νωτιαίο σωλήνα. Παρουσία έκδηλων εκφυλιστικών αλλοιώσεων στους απεικονιζόμενους θωρακικούς σπονδύλους με παρουσία επιχείλιων οστεοφύτων. Εκφύλιση του μεσοσπονδύλιου δίσκου με φαινόμενο κενού στο επίπεδο Θ10-Θ11 καθώς και στο επίπεδο Θ11-Θ12 και Θ12-Ο1 με παρουσία όζων schmorl.», vii) φωτοαντίγραφο της από 7.10.2002 γνωμάτευσης Αξονικής Τομογραφίας θωρακικής μοίρας σπονδυλικής στήλης – οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (ΘΜΣΣ - ΟΜΣΣ) της Μ. Στασινοπούλου, Επιμελήτριας Β΄ του Περιφερειακού Αντικαρκινικού - Ογκολογικού Νοσοκομείου Αθηνών “Ο Άγιος Σάββας”, σύμφωνα με την οποία: «Από το topogram ελέγχεται μείωση του ύψους του σώματος Θ11 σπονδύλου. Πρόσθια οστεόφυτα ελέγχονται στους θωρακικούς σπονδύλους. Ήπια ελάττωση του εμβαδού του σπονδυλικού σωλήνος στο επίπεδο του 03-04 και 04-05 μεσοσπονδυλίου διαστήματος λόγω ελαφράς προπέτειας (bulging) του δίσκου και εκφυλιστικών αλλοιώσεων των εγκάρσιων αποφυσιακών αρθρώσεων. Από το topogram επίσης ελέγχεται αύξηση της κυρτότητας της ΟΜΣΣ.», viii) το 03/ 02/6355/12.12.2003 πιστοποιητικό νοσηλείας του Γ. Παπαγεωργίου, Επιμελητή Α’ του Ψυχιατρικού Τμήματος του Π.Γ.Ν. Αθήνας “Ο Ευαγγελισμός”, από το οποίο προκύπτει ότι ο αναιρεσείων εξετάστηκε στο εξωτερικό ψυχιατρικό ιατρείο από 15.9. έως 12.12.2003 με μείζων κατάθλιψη επί εδάφους δυσθυμίας και αγχώδεις εκδηλώσεις και το

03/02/1833/01.04.2004 πιστοποιητικό νοσηλείας του *, Αναπληρωτή Διευθυντή του Ουρολογικού Τμήματος του ίδιου νοσοκομείου, σύμφωνα με το οποίο εξετάστηκε, στις 9.9.2003, στο τακτικό ουρολογικό ιατρείο και επανεξετάστηκε στις 23.12.2003 «ΔΙΑΓΝΩΣΗ: 9.9.03: 39 ετών, προ διετίας κάκωση 05-11 με νευρολογική συνδρομή. ...», ix) φωτοαντίγραφο της από 14.2.2013 ιατρικής βεβαίωσης της Μ. Αναστασιάδου, ειδικής Νευρολόγου, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων «ετών 47 προσέρχεται αναφερόμενος δυσχέρεια βάδισης από 12ετίας. Αναφέρεται σοβαρό τροχαίο ατύχημα στις 30/1/2002. Α.Ν.Ε. Δυσχέρεια έγερσης από καθιστή θέση. Αδυναμία ραχιαίας κάμψης (ΑΡ) άκρου ποδός. Αιμωδία κατανομής 03, 04, 05 ρίζας (ΑΡ). Ήπια ατροφία τετρακεφάλου (ΑΡ). Τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης επιβεβαιώνονται εργαστηριακά σε CΤ ΟΜΣΣ, όπου διαπιστώνεται πίεση εξερχομένων ριζών στα μ. διαστήματα 03-04 04-05 και ηλεκτρομυογραφικά όπου διαπιστώνεται δυσλειτουργία 05 ρίζας (ΑΡ). Σε CΤ ΟΜΣΣ διαπιστώνεται συμπιεστικό κάταγμα 011 σπονδύλου το οποίο οφείλεται συνήθως σε τραυματισμούς κ’ συμβαίνει αυτόματα, μόνο σε περιπτώσεις οστεόλυσης, οστεοπενίας ή οστεοπόρωσης, που δεν διαπιστώνεται στην αξονική τομογραφία. Ο ασθενής βαδίζει δυσχερώς κ΄ δυσχερώς αυτοεξυπηρετείται. Εμφανίζει αγχώδη καταθλιπτική συμπεριφορά κ΄ βρίσκεται σε φαρμακευτική αγωγή με ...», x) φωτοαντίγραφο της από 4.9.2000 αναγγελίας πρόσληψης του αναιρεσείοντος στον ΟΑΕΔ ως οδηγού στην επιχείρηση του Γ. Κωνσταντόπουλου και της από 5.3.2002 δήλωσης του προαναφερόμενου ατυχήματος ως εργατικού στο Υποκατάστημα Ι.Κ.Α. Αθηνών που προκάλεσε διακοπή εργασίας, λόγω συμπίεσης - κατάγματος σπονδύλου (10ος - 11ος), xi) τις από 02/2002 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, δελτίων αποστολής - τιμολογίων και προσφοράς εργασιών προς τον * για εργασίες επισκευής και αγοράς ανταλλακτικών αυτοκινήτου και xii) φωτοαντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος του αναιρεσείοντος, οικονομικών ετών 2002 έως 2008 και δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2001, 2002 και 2003, από τα οποία προκύπτει ότι, κατά τα οικονομικά έτη 2001 και 2002, ο αναιρεσείων δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα. Με την 190528/24.9.2012 έκθεση απόψεων του Διευθυντή της Διεύθυνσης Οδοποιίας και Αποχέτευσης ο αναιρεσίβλητος Δήμος αμφισβήτησε τη βασιμότητα της αγωγής του αναιρεσείοντος, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας είναι ο αναιρεσείων, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας αποκλείεται τα προβλήματα της υγείας που επικαλείται να προκλήθηκαν από την πτώση του οχήματος που οδηγούσε στη λακκούβα, ενόψει ιδίως του ότι, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, έβαινε με μικρή ταχύτητα. Με την πρωτόδικη απόφαση η αγωγή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων δεν απέδειξε ότι το επίδικο ατύχημα, ήτοι η προπεριγραφείσα πτώση του οχήματός του σε λακκούβα επί της οδού Λεωνίδου στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού, συνδέεται αιτιωδώς με την αδυναμία άσκησης του επαγγέλματος του αυτοκινητιστή λόγω δυσλειτουργίας των κάτω άκρων του και ότι, ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν στην ένδικη περίπτωση, οι προϋποθέσεις αποζημιωτικής ευθύνης του αναιρεσίβλητου Δήμου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον δεν συντρέχουν, κατά τα προεκτεθέντα, οι νόμιμες προϋποθέσεις περί ευθύνης του αναιρεσίβλητου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., δεν οφείλεται στον αναιρεσείοντα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, για την ψυχολογική του επιβάρυνση για την απώλεια της εργασίας του. Την απορριπτική του αυτή κρίση το δικάσαν διοικητικό πρωτοδικείο στήριξε στις ακόλουθες παραδοχές: (α) ότι, όπως προκύπτει από το από 30.1.2002 δελτίο τροχαίου ατυχήματος, στις 30.1.2002 και ώρα 2:15, ενώ ο αναιρεσείων εκινείτο με το με αρ. κυκλοφορίας Α-8557 ΔΧ ΤΑΞΙ επί της οδού Λεωνίδου, φθάνοντας στη διασταύρωση με την οδό Κολωνού, έπεσε σε λακκούβα του οδοστρώματος, με αποτέλεσμα το όχημα να υποστεί υλικές ζημιές, ο ίδιος δε να τραυματιστεί ελαφρώς και να διακομισθεί στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, (β) ότι ο αναιρεσίβλητος Δήμος Αθηναίων υποχρεούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 5 παρ. 3 του ν. 3155/1955 και 24 παρ. 1 του π.δ. 410/1995 δια των αρμοδίων οργάνων του, να επιβλέπει την καλή κατάσταση των οδοστρωμάτων για την ομαλή και ασφαλή κυκλοφορία οχημάτων και πεζών και ότι αναποδείκτως ο δήμος Αθηναίων προέβαλε, με την έκθεση των απόψεών του, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν φέρει ευθύνη και ότι σε ό,τι αφορά την επίμαχη λακκούβα, πρόκειται για άνευ δημοτικής αδείας τομή γύρω από βάνα της ΕΥΔΑΠ, χωρίς να προσδιορίζει χρονικά την πραγματοποίησή της, (γ) ότι, κατά τη μεταφορά του στα εξωτερικά ιατρεία της Ορθοπεδικής Κλινικής του “Κοργιαλένειου - Μπενάκειου Ε.Ε.Σ.” Νοσοκομείου, ο αναιρεσείων υποβλήθηκε αυθημερόν σε ακτινολογικό έλεγχο, ο οποίος έδειξε παλαιό συμπιεστικό κάταγμα Θ11, ενώ η κλινική του εξέταση ήταν χωρίς νευρολογική σημειολογία, (δ) ότι κατά την κλινική επανεξέτασή του, στις 20.2.2002, στα ίδια εξωτερικά ιατρεία, το σημείο Laseque AP ήταν θετικό στις 50ο και υπήρχε μικρή αδυναμία εκτείνοντος τον μέγα δάκτυλο και (ε) ότι στην από 5.3.2002 δήλωση εργατικού ατυχήματος στο Ι.Κ.Α. ο αναιρεσείων δήλωσε μόνο κάταγμα σπονδυλικής στήλης.

 

7. Επειδή, κατά της πρωτόδικης απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, όπως αναπτύχθηκε με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, προέβαλε ότι εσφαλμένα εκτιμήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία (ιατρικές βεβαιώσεις), από τα οποία σαφώς προέκυπτε ότι η δυσλειτουργία των κάτω άκρων του συνδέεται αιτιωδώς με την πτώση του οχήματος που οδηγούσε σε λακκούβα. Κατά τα ειδικότερα προβαλλόμενα με την έφεση του αναιρεσείοντος, η πτώση του οχήματός του ήταν σφοδρή, όπως προκύπτει και από τις εκτεταμένες βλάβες που αυτό υπέστη, είχε δε ως άμεσο αποτέλεσμα ο ίδιος να υποστεί κάκωση στην σπονδυλική του στήλη, γεγονός, το οποίο διαπιστώνεται στα παραπάνω αναφερόμενα από 20.2.2002 και 19.8.2002 ιατρικά πιστοποιητικά, ενώ δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία περί του ότι η δυσκολία κίνησης του αριστερού του ποδιού οφείλεται σε κάκωση της σπονδυλικής του στήλης, ήτοι στο κάταγμα των σπονδύλων Θ10-Θ11 που προκλήθηκε από το ένδικο ατύχημα. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προέβαλε με την έφεσή του ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο ως προς τα παραπάνω ιατρικά θέματα μπορούσε να διατάξει τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και ότι εάν είχαν εκτιμηθεί ορθά από αυτό τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, (αυτό) όφειλε να κρίνει ότι ο αναιρεσίβλητος Δήμος, σε κάθε περίπτωση, ευθύνεται για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον τραυματισμό του λόγω της κατά τα ανωτέρω πτώσης του στη λακκούβα. Για την απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών, ο αναιρεσείων προσκόμισε, συναφώς, το πρώτον κατ’ έφεση, την από 2.7.2007 (με αρ. 1195) γνωμάτευση του τμήματος συντάξεων του Ι.Κ.Α., σύμφωνα με την οποία, όπως υποστηρίζει, του έχει αναγνωρισθεί ποσοστό αναπηρίας 25%, εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος, καθώς επίσης και αντίγραφο του εκδοθέντος, στις 26.6.2001, από το Υποκατάστημα του Ι.Κ.Α. Αθηνών ασφαλιστικού του βιβλιαρίου, από το οποίο αποδεικνύεται, κατά τους ισχυρισμούς του, ότι δεν είχε κανέναν τραυματισμό πριν από το συγκεκριμένο ατύχημα. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων προσκόμισε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου την 231/Συν.29Α/22.3.2007 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. Αθηνών, με την οποία η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, την 2454/25.10.2005 απόφαση της Β.Υ.Ε. του Ιδρύματος, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό της αναπηρίας του αναιρεσείοντος ανέρχεται σε 35%, 0% του οποίου οφείλεται στο ατύχημα της 30.1.2002, χορήγησε τελικά σε αυτόν σύνταξη μερικής αναπηρίας, για το χρονικό διάστημα από 30.10.2002 έως 31.10.2006, αφού κρίθηκε ανάπηρος σε ποσοστό 50%, κατά την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 περ. 5 εδ. γ΄ του ν. 1902/1990. Η έφεση αυτή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι η δυσλειτουργία των κάτω άκρων του, συνεπεία της οποίας αδυνατούσε, κατά τις αιτιάσεις του, να ασκήσει το επάγγελμα του αυτοκινητιστή, οφειλόταν στην κατά τα ανωτέρω πτώση του οχήματος που οδηγούσε σε λακκούβα. Με τη σκέψη δε αυτή, ότι, δηλαδή, δεν αποδείχθηκε ότι το ένδικο συμβάν αποτελεί την αιτία της πάθησης του αναιρεσείοντος (κάταγμα σπονδύλου - δυσλειτουργία των κάτω άκρων του), το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε, επικυρώνοντας την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίστατο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης των αρμοδίων οργάνων του Δήμου να συντηρήσουν το συγκεκριμένο οδόστρωμα, συνεπεία της οποίας επισυνέβη το ένδικο ατύχημα και της αδυναμίας του αναιρεσείοντος προς εργασία. Ειδικότερα, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι από τη συνεκτίμηση των πρωτοδίκως προσκομισθέντων από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικών στοιχείων (ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις) και, ιδίως, από το με ημερομηνία 20.2.2002 ιατρικό πιστοποιητικό του Επιμελητή της Ορθοπεδικής Κλινικής του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Κοργιαλένειο Μπενάκειο Ε.Ε.Σ», Αθ. Παπανικολάου, σύμφωνα με το οποίο ο αναιρεσείων προσήλθε την ημέρα του συμβάντος (30.1.2002) στα εξωτερικά ιατρεία του συγκεκριμένου Νοσοκομείου, όπου διαπιστώθηκε ότι έφερε παλαιό συμπιεστικό κάταγμα Θ11 και ότι η κλινική του κατάσταση ήταν καλή χωρίς νευρολογικά συμπτώματα, προκύπτει ότι το κάταγμα του αναιρεσείοντος - το οποίο με τη δήλωση του ατυχήματός του ισχυρίζεται ότι υπέστη κατά την πτώση του οχήματός του στη λακκούβα του οδοστρώματος στις 30.1.2002 - προϋπήρχε του ως άνω αναφερομένου ατυχήματος και δεν συνδέεται με αυτό, όπως άλλωστε κρίθηκε τελεσίδικα και με την 1231/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτό ότι «… δεν αποδεικνύεται ότι το ένδικο συμβάν (πτώση του οχήματός του στη λακκούβα) αποτελεί την αιτία της πάθησης του (αναιρεσείοντος) - κάταγμα σπονδύλου - ως εκ τούτου, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του βίαιου συμβάντος που υποστηρίζει ότι υπέστη ο τελευταίος στις 30.1.2002 και της εργασίας του και, επομένως, το εν λόγω ατύχημα δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εργατικό …». Περαιτέρω, το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι από την από 14.2.2013 ιατρική βεβαίωση της ιατρού Μ. Αναστασιάδου δεν προκύπτει ότι η δυσχέρεια βάδισης του αναιρεσείοντος οφείλεται στο ένδικο ατύχημα, απορρίπτοντας ως αβάσιμο σχετικώς προβληθέντα κατ’ έφεση ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, περαιτέρω δε, ότι η οσφυοϊσχυαλγία ΑΡ, από την οποία βρέθηκε να πάσχει, αφορά άλλη περιοχή της σπονδυλικής του στήλης, ενώ από κανένα ιατρικό έγγραφο δεν προκύπτει ότι έχει σχέση με το ατύχημα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, ειδικότερα, ως απαραδέκτως προβαλλόμενα τα προσκομισθέντα το πρώτον κατ’ έφεση από τον αναιρεσείοντα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία (1195/2.7.2007 γνωμάτευση Ι.Κ.Α., αντίγραφο του εκδοθέντος στις 26.6.2001 ασφαλιστικού βιβλιαρίου του αναιρεσείοντος και 231/Συν.29Α/ 22.3.2007 απόφαση της Τ.Δ.Ε.), με την αιτιολογία ότι ούτε ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε ούτε στην προκειμένη περίπτωση προέκυψε ότι συνέτρεξαν περιστατικά που δικαιολογούν τη μη προσκόμισή τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Αναφορικά, ειδικώς, με την ανωτέρω 231/Συν.29Α/22.3.2007 απόφαση της Τ.Δ.Ε., το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι «όπως, όμως, είναι γνωστό στο Δικαστήριο, κατόπιν άσκησης προσφυγής από το ΙΚΑ ΕΤΑΜ, η απόφαση αυτή της Τ.Δ.Ε. ακυρώθηκε με την 320/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών ...». Το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε δε ότι, ανεξαρτήτως των ανωτέρω εκτεθέντων, η μη αναγραφή (από 26.6.2001 και εντεύθεν) στο ασφαλιστικό βιβλιάριο του αναιρεσείοντος οιουδήποτε έτερου επισυμβάντος ατυχήματος και αληθής υποτιθέμενη, σε κάθε περίπτωση δεν αποδεικνύει ότι η δυσλειτουργία των κάτω άκρων του ήταν απότοκος συνέπεια της πτώσης του οχήματος που οδηγούσε στη λακκούβα, ενόψει μάλιστα και της προαναφερθείσας 2454/25.10.2005 γνωμάτευσης της Β΄/θμιας υγειονομικής επιτροπής του Ιδρύματος, η οποία αφορά σε διάστημα ολίγων μηνών μετά το ατύχημα και η οποία προσδίδει σε αυτόν μηδενικό ποσοστό αναπηρίας οφειλόμενο στο επίμαχο συμβάν της 30.1.2002. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, τέλος, ως αβάσιμο τον επικουρικώς προβληθέντα λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, με την αιτιολογία ότι η τελευταία ανάγεται, καταρχήν, στην ευχέρεια του δικάζοντος δικαστηρίου, το οποίο δεν υποχρεούται να διατάξει συμπληρωματική απόδειξη.

 

8. Επειδή, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του προπεριγραφόμενου ατυχήματος και της αδυναμίας του αναιρεσείοντος προς εργασία, είναι πλημμελώς αιτιολογημένη (άρθρο 56 παρ. 2 του π.δ. 18/1989), διότι δεν απάντησε σε ουσιώδη ισχυρισμό του αναιρεσείοντος (βλ. 2ο λόγο εφέσεως) ότι το ένδικο ατύχημα και εάν ακόμη δεν συνδέεται αιτιωδώς με την αδυναμία του προς εργασία, γεγονός που ο ίδιος αρνείται, σε κάθε περίπτωση, προκάλεσε, κατά την κοινή λογική, τραυματισμό («τουλάχιστον την «αναβίωση» του εκτιμώμενου από την προσβαλλόμενη απόφαση ως δήθεν «παλαιού» τραυματισμού [του]») και ζημία στην υγεία του και για τον λόγο αυτόν, θα έπρεπε να του επιδικασθεί τουλάχιστον χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Για τη θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αυτού αναίρεσης, κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχεται σε αντίθεση προς την 473/2011 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία έχει, κατ’ αυτόν, κριθεί ότι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη περιουσιακής ζημίας και μπορεί να επιδικασθεί, έστω και αν δεν υπάρχει περιουσιακή ζημία. Με τον λόγο αυτό αναιρέσεως τίθεται το νομικό ζήτημα εάν, παρά το γεγονός ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του αναιρεσίβλητου Δήμου σε αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., επειδή δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης οργάνου του δήμου και της ζημίας του αναιρεσείοντος, εντούτοις, θα έπρεπε να επιδικασθεί στον αναιρεσείοντα χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Η απόφαση, όμως, αυτή του Δικαστηρίου (473/2011) δεν έκρινε όσα εσφαλμένα υπολαμβάνει ο αναιρεσείων, αλλά το διαφορετικό ζήτημα ότι «ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα», υπό την αυτονόητη, πάντως, προϋπόθεση ότι συντρέχουν, όπως ορθώς και νομίμως έκρινε το δικάσαν διοικητικό εφετείο στην προκειμένη περίπτωση, σωρευτικώς οι (λοιπές) προϋποθέσεις του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. που αναφέρονται στην σκέψη 4, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί με βάση τις διατάξεις αυτές ευθύνη του Δημοσίου (ή του ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση, δηλαδή, πέραν της παρανομίας και της ζημίας και η ύπαρξη, επιπλέον, αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης των οργάνων του Δημοσίου (ή του ν.π.δ.δ.) και της επελθούσας ζημίας και ηθικής βλάβης του αναιρεσίβλητου (βλ. ΣτΕ 473/2011, σκ. 6 και 8, 1024/2005, σκ. 7). Τη συνδρομή δε της υπάρξεως, κατά τα ανωτέρω, αιτιώδους συνδέσμου στην υπό κρίση περίπτωση, εξέτασε μεν, πλην όμως δεν δέχθηκε (ΣτΕ 1950/2020), κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του (ΣτΕ 2694/2020, 2202/2014), το δικάσαν διοικητικό εφετείο.

 

9. Επειδή, τέλος, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν διοικητικό εφετείο, το οποίο παρά το γεγονός ότι δέχθηκε ότι συνέβη το προπεριγραφόμενο ατύχημα, εντούτοις έκρινε ότι δεν υπήρξε η παραμικρή αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πτώσης του οχήματος που οδηγούσε ο αναιρεσείων στη λακκούβα και του τραυματισμού του, ερμήνευσε πλημμελώς και άνευ ειδικής αιτιολογίας και δη, κατά τρόπο αντίθετο με την κοινή λογική και τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρα 56 παρ. 1 και 2 του π.δ. 18/1989), την αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ατυχήματος και της επελθούσας ζημίας και, μάλιστα, χωρίς να διατάξει πραγματογνωμοσύνη. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η πτώση του οχήματος στη λακκούβα, αντικειμενικά και κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ιδίως για αυτόν που έπασχε από προηγούμενο κάταγμα, δεν μπορεί παρά να συμβάλει, τουλάχιστον ή να “αναβιώσει” τον παλαιό τραυματισμό του. Για τη θεμελίωση του κατ’ άρθρο 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 παραδεκτού προβολής του λόγου αυτού, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η συναφώς πληττόμενη κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις 473/2011 και 750/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο λόγος, όμως, αυτός αναιρέσεως, όπως προβάλλεται, πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί των πραγμάτων κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πτώσης του οχήματος που οδηγούσε ο αναιρεσείων στη λακκούβα και της ζημίας που αυτός ισχυρίστηκε ότι υπέστη λόγω της πτώσης αυτής (ΣτΕ 750/2022, 750/2011, 2946/2020, 334/2008 7μ.) και δεν αναφέρεται σε νομικό ζήτημα συνδεόμενο με την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας της αιτιώδους συνάφειας, με βάση τα γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικά περιστατικά, ως προς το οποίο νοείται αντίθεση προς τη νομολογία κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3 (ΣτΕ 750/2022, 1950/2020). Δεν υπάρχει δε, εν προκειμένω, κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι η πτώση του οχήματος του αναιρεσείοντος σε λακκούβα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση (σε γενικό και αφηρημένο επίπεδο) να αποτελέσει πρόσφορη αιτία για τραυματισμό ή επιδείνωση προϋπάρχοντος τραυματισμού, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία του τραυματισθέντος για εργασία αλλά, όπως εξετέθη ανωτέρω, κρίση, ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση, ότι στην προκειμένη περίπτωση η πτώση του αναιρεσείοντος στη λακκούβα δεν αποδείχθηκε ότι του προκάλεσε τη ζημία που αυτός επικαλέστηκε. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός περί αντίθεσης προς τις ανωτέρω αποφάσεις, είναι αβάσιμος και ο λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν συντρέχουν ως προς αυτόν οι προϋποθέσεις του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (βλ. ΣτΕ 750/2022, 2946/2020, πρβ. ΣτΕ 2672/2020).

 

10. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

 

Απαλλάσσει τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Δήμου*, σύμφωνα με το αιτιολογικό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση

  Αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης ( αρθρ. 53 έως 58 του ν. 4055/2012 ) 19/10/2017 ΔΕΑ αριθ.αποφ. 4/2017 Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο το ένδικο βοήθημα της έφεσης κατά οριστικής απόφασης μονομελούς πρωτοδικείου, παρέμεινε  εκκρεμές στο τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, ενώπιον του οποίου είχε ασκηθεί, πριν παραπεμφθεί στο ανώτερο δικαστήριο λόγω αρμοδιότητας, εντάσσεται στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ

ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ  Β ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΝΕΩΝΕΝΗ ΠΛΗΡΩΣ  Σκοπός του βιβλίου είναι να  ενημερώσει  για το ζήτημα της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, με ενδεικτικά παραδείγματα της νομολογιακής περιπτωσιολογίας που κρίθηκαν ως βάση της ευθύνης του Δημοσίου από την ελληνική και ενωσιακή νομολογία, σε πολλούς τομείς της κρατικής λειτουργίας.   Συγκεκριμένα εξετάζονται:   - η αντίθετη προς το Σύνταγμα νομοθέτηση, η παράλειψη άσκησης κανονιστικής αρμοδιότητος, η έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως, η πλημμελής εκτέλεση ή παράλειψη καθηκόντων, η κακή μοριοδότηση, τα αυθαίρετα ακίνητα, η παράλειψη ελέγχων   - η αστική ευθύνη του Δημοσίου από νόμιμες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου, όπως η βλάβη στην υγεία από εμβολιασμό και οι θεμιτοί περιορισμοί στην ιδιοκτησία λόγω απαλλοτρίωσης   - η ευθύνη αποζημίωσης του Δημοσίου από έλλειψη προστασίας της ζωής και περιουσίας των πολιτών από βίαια επεισόδια ή από έλλειψη αναγκαίων αστυνομικών μέτρων προστασίας   - οι ευθύνες αποζ

Αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου λόγω πλημμυρικού φαινομένου Μάνδρα Αττικής

  Αστική ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου λόγω πλημμυρικού φαινομένου στην ευρύτερη περιοχή της Μάνδρας Αττικής στις 15.11.2017 21/11/2023 Πρόεδρος: Ελένη Αγγέλη, Πρόεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ. Εισηγητής: Ερατώ Ρεσσοπούλου, Πάρεδρος Πρωτοδικών Δ.Δ. (κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης) Έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης του εναγόμενου Δήμου διότι δεν αποδίδονται στα όργανά του συγκεκριμένες παράνομες πράξεις ή παραλείψεις στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους – Κρίση ότι, εφόσον ο θάνατος του συγγενούς των εναγόντων έλαβε χώρα στο ορεινό τμήμα του χειμάρρου Σούρες και συγκεκριμένα στο ύψος του 33ου χιλιόμετρου της Π.Ε.Ο.Ε.Θ., δεν στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη των εναγομένων, κατ’ άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την καθυστέρηση ολοκλήρωσης των αντιπλημμυρικών έργων στην περιοχή, προεχόντως, ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου με τον θάνατό του. Περαιτέρω, δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, παρανομία της εναγομένης Περιφέρειας Αττικής, τα αρμόδια όργανα της οποίας πραγματοποιούσαν αστυνόμ